Πρώτη φάση της Γενοκτονίας
Με την εξόντωση των Αρμενίων της Τουρκίας, η Επιτροπή Ένωσις & Πρόοδος (ΕΕΠ) είχε θέσει ως στόχο να εξολοθρεύσει και την πνεματική ηγεσία των Αρμενίων το συντομότερο δυνατόν. Δολοφονώντας τους κορυφαίους διανοουμένους και τους τοπικούς άρχοντες, οι Νεότουρκοι ήλπιζαν να σιγήσουν οι πλέον ικανές και καταξιωμένες πολιτικές φωνές της Αρμενίας. Το σχέδιο ήταν να εξοντωθούν όλοι οι Αρμένιοι συγγραφείς, πολιτικοί ακτιβιστές, καλλιτέχνες, δάσκαλοι καθώς και θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες. Οι ικανοί άντρες σφαγιάζονταν στα τάγματα εργασίας του οθωμανικού πεζικού ήδη από το χειμώνα του 1915, συνεπώς, εάν η πνευματική ηγεσία είχε σιγήσει έως την άνοιξη και το καλοκαίρι, η ΕΕΠ ήλπιζε ότι έτσι οι Αρμένιοι θα ήταν πλέον τελείως ευάλωτοι και αβοήθητοι.
Αυτό που συνέβη τη νύχτα της 24ης Απριλίου του 1915 στην Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε κομβικό γεγονός για την Αρμενική Γενοκτονία και ήταν μέρος ενός σχεδίου το οποίο, καθώς θα εξελισσόταν η γενοκτονία, θα εφαρμοζόταν σε ολόκληρη την Τουρκία. Σε πόλεις, πολίχνες, χωριά, οπουδήποτε, Αρμένιοι επιφανείς διανοούμενοι και πνεματικοί άνθρωποι συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Μερικοί οι οποίοι επέζησαν, όπως ο διακεκριμένος συνθέτης και μουσικολόγος Γκομιντάς Βαρταμπέντ, υπέστησαν ανεπανόρθωτο ψυχικό κλονισμό. Τελικά, χιλιάδες Αρμένιοι πνευματικοί ηγέτες δολοφονήθηκαν και ο πυρήνας της αρμενικής κουλτούρας καταστράφηκε. Στο Βαν, ο Δρ. Άσερ κατέγραψε τη συγκέντρωση και τις συλλήψεις Αρμενίων καθηγητών και πνευματικών προσωπικοτήτων στα τέλη Απριλίου και το Μάιο του 1915, ενώ στο Χαρπούτ, ο Αμερικάνος πρόξενος Λέσλι Ντέιβις ανέφερε ότι τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, Αρμένιοι διανοούμενοι και καθηγητές ήταν μεταξύ των πρώτων που συνελήφθησαν και δολοφονήθηκαν.
Δραματικό ήταν αυτό το οποίο συνέβη στην Κωνσταντινούπολη. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η πρωτεύουσα ήταν πατρίδα της πλουσιότερης και πιο ισχυρής αρμενικής κοινότητας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και το κέντρο της αρμενικής πνευματικής και πολιτιστικής ζωής. Το γεγονός αυτό την κατέστησε προφανή στόχο για την ΕΕΠ ώστε να ξεκινήσει, επίσημα πλέον, την εξόντωση των κορυφαίων διανοουμένων της Αρμενίας. Τη νύχτα της 24ης Απριλίου και την επόμενη ημέρα, περίπου 250 επιφανείς διανοούμενοι φυλακίστηκαν σε έναν πρώτο γύρο συλλήψεων, ενώ μέσα στις επόμενες εβδομάδες συνελήθησαν εκατοντάδες άλλοι από την πόλη και τα περίχωρα. «Στην πρωτεύουσα, τη νύχτα του Σαββάτου, στις 24 Απριλίου του 1915», έγραφε ο ιερέας Κρικόρ Μπαλακιάν, «οι Αρμένιοι απολάμβαναν τον γαλήνιο ύπνο τους εξαντλημένοι από τη γιορτή του Πάσχα, που την πέρασαν στα υψώματα της Σταμπούλ κοντά στην Αγία Σοφία-, ενώ την ίδια στιγμή, στο κεντρικό σταθμό της αστυνομίας ένα μυστικό σχέδιο βρισκόταν σε εξέλιξη». Εβδομάδες αργότερα, μέλη της Ειδικής Επιτροπής και ο Μπέντρι, αρχηγός της αστυνομίας στην Κωνσταντινούπολη, απέστειλαν επιστολές σε όλους τους αστυνομικούς με λίστες ονομάτων των Αρμενίων που θα έπρεπε να συλλάβουν. Η λίστα είχε συνταχθεί με τη βοήθεια αρμένιων κατασκόπων, με πιο γνωστό τον Αρτίν Μιγκιρντιστιάν. Ο Κρικόρ Μπαλακιάν έγραψε την πλέον λεπτομερή και αξιόπιστη αναφορά των συλλήψεων της 24ης Απριλίου στην Κωνσταντινούπολη.΄Οντας ένας εκ των 250 συλληφθέντων εκείνης της νύχτας, φυλακίστηκε στο εσωτερικό της χώρας, δραπέτευσε και πέρασε τα επόμενα τέσσερα χρόνια πολεμώντας τους αξιωματούχους της ΕΕΠ.
Τα απομνημονεύματά του, “Ο Γολγοθάς της Αρμενίας”, αποτελούν γλαφυρή καταγραφή εκείνων των τεσσάρων χρόνων και γράφτηκαν αμέσως μετά την απόδρασή του από την Τουρκία στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου εργάστηκε για λίγο ως πάστορας της εκεί αρμενικής εκκλησίας. Άνθρωπος με βαθιά κουλτούρα, ο Μπαλακιάν ονομάστηκε ιερέας έχοντας αποκτήσει πτυχίο αρχιτεκτονικής στη Γερμανία. Έγραψε αρκετά βιβλία πάνω στην αρμενική αρχιτεκτονική, την θρησκεία και την κουλτούρα και αφού έζησε για κάποια χρόνια στο Μάντσεστερ, πήγε στη Γαλλία, όπου ονομάστηκε επίσκοπος της αρμενικής εκκλησίας κι έζησε την υπόλοιπη ζωή του στη Μασσαλία.
Το βράδυ της 24ης Απριλίου, συλλήψεις αρμενίων ηγετών πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρη την πόλη καθώς τους μετέφεραν αρχικά μέσα σε μεγάλα κόκκινα στρατιωτικά λεωφορεία στους στρατώνες του Σελιμιγέ, πολίχνη στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης και μετά με ατμόπλοιο «στις βραχώδεις όχθες του Σιρκετζί», στην ευρωπαϊκή πλευρά, με τελικό προορισμό την κεντρική φυλακή. Εκεί, πίσω από «γιγάντιους φράκτες και σιδερόφρακτες πύλες», οδηγήθηκαν σε μια ξύλινη καλύβα στο κέντρο της φυλακής, όπου υποχρεώθηκαν να παραμείνουν ακίνητοι κάτω από το φως ενός φαναριού.
Ο Μπαλακιάν περιγράφει τις σιδερόφρακτες πύλες της φυλακής να ανοίγουν τρίζοντας και να κλείνουν όλη τη νύχτα, να παρακολουθούν γνωστά πρόσωπα φίλων και συναδέλφων να καταφθάνουν στην καλύβα. Πολιτικοί ηγέτες, δημόσιοι υπάλληλοι και ανεξάρτητοι διανοούμενοι. «΄Ηταν σαν όνειρο», έγραφε ο Μπαλακιάν, «λες και μέσα σε μια νύχτα, όλοι οι επιφανείς Αρμένιοι της πρωτεύουσας ( πολιτικοί, βουλευτές, προοδευτικοί στοχαστές, δημοσιογράφοι, δάσκαλοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, οδοντογιατροί, έμποροι, και τραπεζίτες ) είχαν δώσει ραντεβού σε εκείνα τα μουντά κελιά της φυλακής. Αρκετοί φορούσαν ακόμα τα νυχτικά τους, τις ρόμπες και τις παντόφλες τους».
Ενας άλλος επιζήσας της ομάδας της Κωνσταντινούπολης, ο Δρ. Χατσίκ Μπογοσιάν, γιατρός, θυμάται να τον μεταφέρουν στην ίδια κεντρική φυλακή, όπου και εκείνος περίμενε μη πιστεύοντας αυτό που συνέβαινε. «Να ΄μαστε λοιπόν, οι πιο πολλοί αρμένιοι διανοούμενοι και τα δημόσια πρόσωπα της Κωνσταντινούπολης». Ο Μπαλακιάν κατέγραψε ότι «την Κυριακή μετά το Πάσχα του 1915, καθόμασταν στην κεντρική φυλακή, τρομαγμένοι, περιμένοντας πληροφορίες για βοήθεια απ’ οπουδήποτε. Και να ρωτάμε ο ένας τον άλλον: Γιατί συμβαίνει αυτό;»
Δεν ήταν παρά το επόμενο απόγευμα που ο φύλακας έλεγξε τα ονόματά τους και οδηγήθηκαν πεζοί, συνοδεία της στρατιωτικής αστυνομίας, στο διοικητήριο. Εκεί τους έψαξαν και η αστυνομία κατάσχεσε «τα πάντα χρήματα, μικρά, ασήμαντα κομμάτια χαρτί, σουγιάδες, μολύβια, ημερολόγια, ακόμα και τις ομπρέλες και τα μπαστούνια μας, προσποιούμενοι πάντα ότι θα μας επιστέφονταν αργότερα». Η στρατιωτική αστυνομία τους επιβίβασε μετά σε λεωφορεία κατά ομάδες των είκοσι ατόμων (μαζί με δώδεκα περίπου στρατιώτες σε κάθε λεωφορείο) και ένα καραβάνι στρατιωτικών λεωφορείων, με τον αρχηγό της αστυνομίας να προπορεύεται με το δικό του αμάξι, πέρασαν από τη λεωφόρο Αγίας Σοφίας κατευθυνόμενοι για το Σιρκετζί.
Ο Μπαλακιάν περιέγραψε «το τρόμο του θανάτου» που πλανιόταν στον αέρα, μέσα στο λεωφορείο, ειδικά όταν πέρασαν τη βραχώδη παραλία όπου τις προηγούμενες δεκαετίες η στρατιωτική αστυνομία του σουλτάνου είχε θανατώσει εκατοντάδες αρμένιους και τούρκους διανοούμενους και πολιτικούς ακτιβιστές. Μετά τους επιβίβασαν σε ένα ατμόπλοιο το οποίο συνήθως έπαιρνε 65 άτομα, αλλά τώρα ήταν φορτωμένο με 250. Αρμένιοι και δεκάδες στρατιωτικοί αστυνομικοί, νεαροί στρατιώτες, κομισάριοι, κατάσκοποι του στρατού και αξιωματούχοι της αστυνομίας διαφόρων βαθμών.
Τράβηξαν για τα ταραγμένα νερά της Θάλασσας του Μαρμαρά και τελικά έφτασαν στην αποβάθρα του Χαοντάρ πασά, απ’ όπου οδηγήθηκαν πεζοί, ανά δύο, σε έναν μεγάλο σταθμό. Καθώς η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν, οι αρμένιοι ηγέτες οδηγήθηκαν σε ένα ειδικό τρένο, το οποίο, όπως έγραψε ο Μπαλακιάν, «μας περίμενε για να μας μεταφέρει στα βάθη της Μικράς Ασίας, όπου εκτός από λίγες, σπάνιες περιπτώσεις, όλοι θα βρίσκαμε το θάνατο».
«Με τα φώτα σβηστά», έγραφε ο Μπαλακιάν, «τις πόρτες κλειστές και με αστυνομικούς και στρατονόμους τοποθετημένους παντού, το τρένο ξεκίνησε. Κι έτσι αποκρυνόμασταν όλο και περισσότερο από τους τόπους όπου ζήσαμε, αφήνοντας πίσω ο καθένας από εμάς απροστάτευτες μητέρες που θρηνούσαν, αδελφές, γυναίκες, παιδιά, περιουσίες, πλούτο, τα πάντα. Κατευθυνόμασταν προς μια περιοχή άγνωστη, που δεν είχε όνομα. Για να θαφτούμε εκεί για πάντα».
Κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα ένας αξιωματούχος πάνω στο τρένο, ο οποίος έτυχε να είναι Αρμένιος, ψιθύρισε στο αυτί του Μπαλακιάν: «Αιδεσιμότατε, σας παρακαλώ πολύ γράψτε τα ονόματα των συλληφθέντων φίλων σας σε αυτό το χαρτί και δώστε το πίσω σε μένα πάλι». Μετά ο άντρας «πέρασε μια κόλλα χαρτί κι ένα μολύβι στο χέρι μου και αφήνοντάς μου το φανάρι, πήγε στον αστυνομικό που ήταν υπεύθυνος για μας και είχε αρκετή δουλειά... η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά κι έγραφα όσο πιο γρήγορα μπορούσα κάτω από το τρεμουλιαστό, μουντό φως όσα ονόματα θυμόμουν, δίνοντας μετά το χαρτί πίσω στον Αρμένιο αξιωματούχο». ΄Ηταν σε αυτό το σημείο που ο Μπαλακιάν μετατράπηκε σε έναν πιο επίσημο αυτόπτη μάρτυρα και ίσως η καταγραφή αυτών των ονομάτων ήταν μέρος της διαδικασίας η οποία τον οδήγησε στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του.
Το τρένο συνέχισε νότια κατά μήκος της ακτής της Θάλασσας του Μαρμαρά και κατά το χάραμα περνούσε μέσα από τη Νικομήδεια (Ιζμίτ) και το Μπαρντιζάγκ. Το σούρουπο έφτασαν στην πόλη του Εσκί Σεχίρ, όπου χώριζαν οι σιδηροδρομικές γραμμές της ΄Αγκυρας και του Ικονίου, και μετά, ύστερα από κάποια καθυστέρηση και αρκετό εκνευρισμό μεταξύ των αιχμαλώτων, το τρένο συνέχισε νότια για την ΄Αγκυρα. Κατά το μεσημέρι της Τρίτης έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Σιντζάν Κόι , κοντά στην ΄Αγκυρα. Στο σταθμό Ιμπραήμ, ο διοικητής των κεντρικών φυλακών, ο οποίος τους συνόδευσε από την Κωνστντινούπολη, σηκώθηκε και άρχισε να διαβάζει τη λίστα με τα ονόματα: «Σίλβιο Ρίτσι, Αγκνουνί, Ζαρταριάν, Χαζάγκ, Σαχριγκιάν, Τζιχανγκιουλιάν, Δρ. Νταγαβαριάν, Σαρκίς Μινασιάν», έλεγε φωνάζοντας δυνατά τα ονόματα. Σχεδόν όλοι ήταν προοδευτικοί διανοούμενοι, άνθρωποι του κόμματος που δεν ήταν όμως πολιτικοί, συντηρητικοί, «περίπου εβδομήντα πέντε άνθρωποι σύνολο», θυμόταν ο Μπαλακιάν. «Σε κάθε όνομα που ακούγαμε κάτι σκιρτούσε μέσα μας», έγραψε, «και μετά φιλούσαμε αυτούς που έφευγαν. Εκείνη τη στιγμή, βάλαμε τα κλάματα, καθώς έκλαιγε κάποιος, άρχισαν κι άλλοι να κλαίνε, είχαμε όλοι αυτό το αίσθημα, ότι χωρίζαμε για πάντα».
Η πρώτη ομάδα μεταφέρθηκε στο Αγιάς, βορειοδυτικά της ΄Αγκυρας, ενώ η ομάδα του Μπαλακιάν μεταφέρθηκε στο Τσάνκιρι, στα νοτιοανατολικά της ΄Αγκυρας. Τους επόμενους μήνες, και στα δύο μέρη οι άντρες φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και οι περισσότεροι από αυτούς δολοφονήθηκαν στην ερημική ύπαιθρο της περιοχής. Ο Μπαλακιάν περιγράφει πολλούς από αυτούς τους θανάτους, μεταξύ αυτών τις δολοφονίες του φημισμένου ποιητή Τανιέλ Βαρουζάν και του μυθιστοριογράφου και μέλους της Οθωμανικής βουλής Κρικόρ Ζοχράμπ. Ο Βαρουζάν και τέσσερις συνάδελφοί του ήταν μαζί με τον Μπαλακιάν στη φυλακή του Τσάνκιρι, και την Πέμπτη 12 Αυγούστου, ο Τζεμάλ Ογκούζ, ο υπεύθυνος γραμματέας της ΕΕΠ, τηλεγράφησε στο φυλάκιο της αστυνομίας στο δρόμο Τσάνκιρι-Καολατζέκ για να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες της έλευσης των εκτοπισμένων. ΄Οταν τα βαγόνια τα οποία μετέφεραν τον Βαρουζάν και τους συναδέλφους του έφτασαν στο σημείο αυτό, έπεσαν σε ενέδρα που είχαν στήσει τέσσερις Κούρδοι τσέτες. «Η όλη ιστορία», έγραψε ο Μπαλακιάν, «είχε οργανωθεί εκ των προτέρων και μέσα σε πλήρη μυστικότητα».
Οι τσέτες πήγαν τους πέντε Αρμένιους σε ένα κοντινό ρέμα, τους υποχρέωσαν να γδυθούν και να διπλώσουν οι ίδιοι τα ρούχα τους. Μετά «άρχισαν να τους μαχαιρώνουν, κόβοντας χέρια, πόδια και γεννητικά όργανα, καταξεσκίζοντας τα κορμιά τους». Μονάχα ο τριαντατριάχρονος Τανιέλ Βαρουζάν προσπάθησε να αμυνθεί προκαλώντας ακόμα περισσότερο τους φονιάδεςόχι μόνο «τον ξεκοίλιασαν, αλλά ξερίζωσαν και τα μάτια αυτού του μεγάλου αρμένιου ποιητή». Οι δολοφόνοι μοιράστηκαν μετά τη λεία τους, παίρνοντας περισσότερα από 450 χρυσά οθωμανικά νομίσματα που ήταν ραμμένα στα ρούχα του δόκτορα Τσιλιγκιριάν και του Ονίκ Μαγαζατζιάν. Πλήρωσαν την αστυνομία και αφού μοίρασαν τα υπάρχοντα των θυμάτων, έφυγαν με άμαξες.
Ο Μπαλακιάν πληροφορήθηκε τις λεπτομέρειες των φόνων από έναν Τούρκο ο οποίος οδηγούσε μία από τις άμαξες (τον εικοσάχρονο γιο του ιδιοκτήτη του τοπικού χαμάμ) ο οποίος επέστρεψε από το Τσάνκιρι σοκαρισμένος και βυθισμένος στη θλίψη. Καθώς μιλούσε στον αρμένιο ιερέα έκλαιγε κι έλεγε «δεν θέλω να κάνω πια αυτή τη δουλειά. Θα πουλήσω το άλογο και την άμαξά μου και θα φύγω από την πόλη. Δεν θέλω τέτοια κέρδη». Την Παρασκευή, όταν οι άμαξες επέστρεψαν στο Τσάνκιρι χωρίς τον Βαρουζάν και τους άλλους, τα νέα των φόνων διαδόθηκαν μεταξύ των εκτοπισμένων και των αρμενικών οικογενειών της πόλης. Ο τοπικός κυβερνήτης, ο οποίος είχε εγγυηθεί ότι οι άντρες θα έφταναν στην ΄Αγκυρα ασφαλείς, πήγε αμέσως στην Τουνέι (την πόλη που είχαν δολοφονηθεί) με τον αρχηγό της αστυνομίας από την Κασταμονή και μια ομάδα έρευνας. Εκεί «βρήκαν τα πέντε πτώματα σε απερίγραπτη κατάσταση, κοντά στο ρέμα».
Ο Δρ. Μπογοσιάν περιέγραψε ανάλογες σκηνές. Η δική του ομάδα των εκτοπισμένων οδηγήθηκε έξω από τη φυλακή Τσάνκιρι, όπως κατέγραψε, «την Κυριακή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τον Αύγουστο του 1915. Οδηγήθηκαν πεζοί έξω από την πόλη, δεμένοι ο ένας με τον άλλο με σχοινιά, μαζί με μια ομάδα αρκετών εκατοντάδων άλλων ανδρών, και στάλθηκαν «υπό το λαμπρό σεληνόφως» με τρεις άμαξες γεμάτες «φτυάρια, κασμάδες, τσεκούρια και τσαπιά». Κατά τη διάρκεια της πορείας περισσότεροι από είκοσι πέντε άντρες σκοτώθηκαν από χωροφυλακές, οι οποίοι τους ξυλοκόπησαν έως θανάτου με τα τουφέκια τους. Προς στιγμήν, γλύτωσαν το θάνατο όταν ένας τούρκος λοχαγός διέταξε αλλαγή πορείας προς τα νότια, στην Καισάρεια. Σε εκείνη την πορεία περισσότεροι από 200 άντρες πέθαναν από την πείνα και τη δυσεντέρια, συνηθισμένοι τρόποι θανάτου σε μια διαδικασία εξόντωσης». Οι περισσότεροι από αυτούς θα πέθαιναν μέσα στους επόμενους μήνες αλλά ο Δρ. Μπογοσιάν, όπως και ο Κρικόρις Μπαλακιάν, ήταν μεταξύ των τυχερών που επέζησαν.
Αυτό που συνέβη στους εκτοπισμένους αρμένιους πνευματικούς ηγέτες συνέβη και στους αρμένιους διανοούμενους σε ολόκληρη την Τουρκία. Με αυτόν τον υπολογισμένο τρόπο η ΕΕΠ κατέστρεψε ένα ζωτικό κομμάτι της πολιτιστικής υποδομής των Αρμενίων και ουσιαστικά πέτυχε να σιγήσει μια ολόκληρη γενιά αρμένιων συγγραφέων. Τα ποσοστά του θανάτου μας δείχνουν ότι τουλάχιστον ογδόντα δύο συγγραφείς δολοφονήθηκαν, συν τους χιλιάδες των δασκάλων και των πνευματικών και θρησκευτικών ηγετών. ΄Ηταν μια αποκάλυψη για την αρμενική λογοτεχνία, η οποία βρισκόταν σε εκείνη τη φάση σε μια μοντερνιστική άνθηση. Οι Τανιέλ Βαρουζάν, Σιαμάντο (Αντόμ Γιαρτζανιάν), Κρικόρ Ζοχράμπ, Λεβόν Σαντ, Γκομιντάς (Σογομόν Σογομονιάν), και πολλοί άλλοι είχαν φέρει την αρμενική ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο και τη μουσική σε μια νέα εποχή. Ευτυχώς πολλά από τα δοκίμια επέζησαν και αποτελούν σημαντικό τμήμα της αρμενικής λογοτεχνικής παράδοσης και ουσιαστικά επέτυχε να σιγήσει μιά ολόκληρη γενιά αρμενίων συγγραφέων. Η εξόντωση των αρμενίων διανοουμένων εκ μέρους των Νεοτούρκων το 1915, είναι το πρώτο επαίσχυντο μεθοδευμένο έγκλημα κατά τον 20ό αιώνα και το οποίο δυστυχώς απετέλεσε και πρότυπο για την επανάληψη, εφαρμογή και εκτέλεση παρόμοιων βαρβαροτήτων εκ μέρους -κυρίως- ολοκληρωτικών καθεστώτων. Είναι ευνόητο, ότι μετά την εξόντωση της αφρόκρεμας της ηγεσίας των Αρμενίων ο δρόμος για τη γενοκτονία ενός ολόκληρου έθνους ήταν πλέον ορθάνοιχτος.