Αποδοχή χρήσης τεχνικών cookies       - Σχετική Νομοθεσία -

Πρώτη φάση της Γενοκτονίας

Με την ε­ξό­ντω­ση των Αρ­μενί­ων της Τουρ­κί­ας, η Ε­πιτροπή Ένωσις & Πρόοδος (ΕΕΠ) εί­χε θέ­σει ως στό­χο να ε­ξο­λο­θρεύ­σει και την πνε­ματι­κή η­γε­σί­α των Αρ­με­νί­ων το συ­ντο­μό­τε­ρο δυ­να­τόν. Δο­λο­φο­νώ­ντας τους κο­ρυφαί­ους δια­νοου­μέ­νους και τους το­πι­κούς άρ­χο­ντες, οι Νε­ό­τουρ­κοι ήλ­πι­ζαν να σι­γή­σουν οι πλέ­ον ι­κα­νές και κα­τα­ξιω­μέ­νες πο­λι­τι­κές φω­νές της Αρ­με­νί­ας. Το σχέ­διο ή­ταν να ε­ξο­ντω­θούν ό­λοι οι Αρ­μέ­νιοι συγ­γρα­φείς, πο­λι­τι­κοί ακτι­βι­στές, καλ­λι­τέ­χνες, δά­σκα­λοι κα­θώς και θρη­σκευ­τι­κοί και πο­λι­τι­κοί ηγέ­τες. Οι ι­κα­νοί ά­ντρες σφα­γιά­ζο­νταν στα τάγ­μα­τα ερ­γα­σί­ας του ο­θω­μα­νι­κού πε­ζι­κού ή­δη α­πό το χει­μώ­να του 1915, συ­νε­πώς, ε­άν η πνευ­μα­τι­κή η­γε­σί­α εί­χε σι­γή­σει έ­ως την ά­νοι­ξη και το κα­λο­καί­ρι, η Ε­ΕΠ ήλ­πι­ζε ό­τι έ­τσι οι Αρ­μέ­νιοι θα ή­ταν πλέ­ον τε­λεί­ως ευά­λω­τοι και α­βο­ή­θη­τοι.

Αυ­τό που συ­νέ­βη τη νύ­χτα της 24ης Α­πρι­λί­ου του 1915 στην Κωνστα­ντι­νού­πο­λη α­πο­τέ­λε­σε κομ­βι­κό γε­γο­νός για την Αρ­με­νι­κή Γε­νο­κτο­νί­α και ή­ταν μέ­ρος ε­νός σχε­δί­ου το οποίο, κα­θώς θα ε­ξε­λισ­σό­ταν η γε­νο­κτο­νί­α, θα ε­φαρμο­ζό­ταν σε ο­λό­κλη­ρη την Τουρ­κί­α. Σε πό­λεις, πο­λί­χνες, χω­ριά, ο­που­δή­πο­τε, Αρμέ­νιοι ε­πι­φα­νείς δια­νο­ού­με­νοι και πνε­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι συ­νε­λή­φθη­σαν, βα­σα­νί­στη­καν και δο­λο­φο­νή­θη­καν με συ­νο­πτι­κές δια­δι­κα­σί­ες. Με­ρι­κοί οι οποίοι επέ­ζη­σαν, ό­πως ο δι­ακε­κρι­μέ­νος συν­θέ­της και μου­σι­κο­λό­γος Γκο­μι­ντάς Βαρ­ταμπέ­ντ, υπέστησαν ανεπανόρθωτο ψυχικό κλονισμό. Τε­λι­κά, χι­λιά­δες Αρ­μέ­νιοι πνευ­μα­τι­κοί η­γέ­τες δο­λο­φονή­θη­καν και ο πυ­ρή­νας της αρ­με­νι­κής κουλ­τού­ρας κα­τα­στρά­φη­κε. Στο Βαν, ο Δρ. Ά­σερ κα­τέ­γρα­ψε τη συ­γκέ­ντρω­ση και τις συλ­λή­ψεις Αρ­με­νί­ων κα­θη­γη­τών και πνευ­μα­τι­κών προ­σω­πι­κο­τή­των στα τέ­λη Α­πρι­λί­ου και το Μά­ιο του 1915, ε­νώ στο Χαρ­πούτ, ο Α­με­ρι­κά­νος πρό­ξε­νος Λέ­σλι Ντέ­ι­βις α­νέ­φε­ρε ό­τι τον Ιού­νιο και τον Ιού­λιο, Αρ­μέ­νιοι δια­νο­ού­με­νοι και κα­θη­γη­τές ή­ταν με­τα­ξύ των πρώ­των που συ­νε­λή­φθη­σαν και δο­λο­φο­νή­θη­καν.

Δρα­μα­τι­κό ή­ταν αυ­τό το οποίο συ­νέ­βη στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Α­πό τα μέ­σα του 19ου αιώ­να η πρω­τεύ­ου­σα ή­ταν πα­τρί­δα της πλου­σιό­τε­ρης και πιο ι­σχυ­ρής αρ­με­νι­κής κοι­νό­τη­τας σε ο­λό­κλη­ρη την αυ­το­κρα­το­ρί­α και το κέ­ντρο της αρ­με­νι­κής πνευ­μα­τι­κής και πο­λι­τι­στι­κής ζω­ής. Το γε­γο­νός αυ­τό την κα­τέ­στη­σε προ­φα­νή στό­χο για την Ε­ΕΠ ώ­στε να ξε­κι­νή­σει, ε­πί­ση­μα πλέ­ον, την ε­ξό­ντω­ση των κο­ρυ­φαί­ων δια­νο­ου­μέ­νων της Αρ­με­νί­ας. Τη νύ­χτα της 24ης Α­πρι­λί­ου και την ε­πό­με­νη η­μέ­ρα, πε­ρί­που 250 ε­πι­φα­νείς δια­νο­ού­με­νοι φυ­λα­κί­στη­καν σε έ­ναν πρώ­το γύ­ρο συλ­λή­ψε­ων, ε­νώ μέ­σα στις επό­με­νες ε­βδο­μά­δες συ­νε­λή­θη­σαν ε­κα­το­ντά­δες άλ­λοι α­πό την πό­λη και τα πε­ρίχω­ρα. «Στην πρω­τεύ­ου­σα, τη νύ­χτα του Σαβ­βά­του, στις 24 Α­πρι­λί­ου του 1915», έ­γρα­φε ο ιερέ­ας Κρι­κό­ρ Μπα­λα­κιάν, «οι Αρ­μέ­νιοι α­πο­λάμ­βα­ναν τον γα­λή­νιο ύ­πνο τους ε­ξα­ντλη­μέ­νοι α­πό τη γιορ­τή του Πά­σχα, που την πέ­ρα­σαν στα υ­ψώ­μα­τα της Στα­μπούλ κο­ντά στην Α­γί­α Σο­φί­α-, ε­νώ την ί­δια στιγ­μή, στο κε­ντρι­κό σταθ­μό της α­στυ­νο­μί­ας έ­να μυ­στι­κό σχέ­διο βρι­σκό­ταν σε ε­ξέ­λι­ξη». Ε­βδο­μά­δες αρ­γότε­ρα, μέ­λη της Ει­δι­κής Ε­πι­τρο­πής και ο Μπέ­ντρι, αρ­χη­γός της α­στυ­νο­μί­ας στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, α­πέ­στει­λαν ε­πι­στο­λές σε ό­λους τους α­στυ­νο­μι­κούς με λί­στες ο­νο­μά­των των Αρ­με­νί­ων που θα έ­πρε­πε να συλ­λά­βουν. Η λίστα είχε συ­νταχ­θεί με τη βο­ή­θεια αρ­μέ­νιων κα­τα­σκό­πων, με πιο γνω­στό τον Αρ­τίν Μιγκιρ­ντι­στιάν. Ο Κρι­κό­ρ Μπα­λα­κιάν έ­γρα­ψε την πλέ­ον λε­πτο­με­ρή και α­ξιό­πι­στη α­να­φο­ρά των συλ­λή­ψε­ων της 24ης Α­πρι­λί­ου στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη.΄Ο­ντας έ­νας εκ των 250 συλ­λη­φθέ­ντων ε­κεί­νης της νύ­χτας, φυ­λα­κί­στη­κε στο ε­σωτε­ρι­κό της χώ­ρας, δρα­πέ­τευ­σε και πέ­ρα­σε τα ε­πό­με­να τέσ­σε­ρα χρό­νια πο­λε­μώντας τους α­ξιω­μα­τού­χους της Ε­ΕΠ.

Τα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, “Ο Γολγο­θάς της Αρ­με­νί­ας”, α­πο­τε­λούν γλα­φυ­ρή κα­τα­γρα­φή ε­κεί­νων των τεσ­σά­ρων χρό­νων και γρά­φτη­καν α­μέ­σως με­τά την α­πό­δρα­σή του α­πό την Τουρ­κί­α στο Μά­ντσε­στερ της Αγ­γλί­ας, ό­που ερ­γά­στη­κε για λί­γο ως πά­στο­ρας της ε­κεί αρμε­νι­κής εκ­κλη­σί­ας. Άν­θρω­πος με βα­θιά κουλ­τού­ρα, ο Μπα­λα­κιάν ο­νο­μά­στηκε ιε­ρέ­ας έ­χο­ντας α­πο­κτή­σει πτυ­χί­ο αρ­χι­τε­κτο­νι­κής στη Γερ­μα­νί­α. Έ­γρα­ψε αρκετά βι­βλί­α πά­νω στην αρ­με­νι­κή αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, την θρη­σκεί­α και την κουλτού­ρα και α­φού έζησε για κάποια χρό­νια στο Μά­ντσε­στερ, πή­γε στη Γαλ­λί­α, όπου ο­νο­μά­στη­κε ε­πί­σκο­πος της αρ­με­νι­κής εκ­κλη­σί­ας κι έ­ζη­σε την υ­πό­λοι­πη ζω­ή του στη Μασ­σα­λί­α.

Το βρά­δυ της 24ης Α­πρι­λί­ου, συλ­λή­ψεις αρ­με­νί­ων η­γε­τών πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν σε ο­λό­κλη­ρη την πό­λη κα­θώς τους με­τέ­φε­ραν αρ­χι­κά μέ­σα σε με­γά­λα κόκ­κι­να στρα­τιω­τι­κά λε­ω­φο­ρεί­α στους στρα­τώ­νες του Σε­λι­μι­γέ, πο­λί­χνη στην α­σια­τι­κή πλευ­ρά της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και με­τά με α­τμό­πλοιο «στις βρα­χώ­δεις ό­χθες του Σιρ­κε­τζί», στην ευ­ρω­παϊκή πλευρά, με τε­λι­κό προ­ο­ρι­σμό την κε­ντρι­κή φυ­λα­κή. Ε­κεί, πί­σω α­πό «γι­γά­ντιους φρά­κτες και σι­δε­ρό­φρα­κτες πύ­λες», ο­δη­γή­θη­καν σε μι­α ξύ­λι­νη κα­λύ­βα στο κέ­ντρο της φυ­λα­κής, ό­που υ­πο­χρε­ώ­θη­καν να πα­ρα­μεί­νουν α­κί­νη­τοι κά­τω α­πό το φως ε­νός φα­να­ριού.

Ο Μπα­λα­κιάν πε­ρι­γρά­φει τις σι­δε­ρό­φρα­κτες πύ­λες της φυ­λα­κής να α­νοί­γουν τρί­ζο­ντας και να κλεί­νουν ό­λη τη νύ­χτα, να πα­ρα­κο­λου­θούν γνω­στά πρό­σω­πα φί­λων και συ­να­δέλ­φων να κα­τα­φθά­νουν στην κα­λύ­βα. Πο­λι­τι­κοί η­γέ­τες, δη­μόσιοι υ­πάλ­λη­λοι και α­νε­ξάρ­τη­τοι δια­νο­ού­με­νοι. «΄Η­ταν σαν ό­νει­ρο», έ­γρα­φε ο Μπα­λα­κιάν, «λες και μέ­σα σε μια νύ­χτα, ό­λοι οι ε­πι­φα­νείς Αρ­μέ­νιοι της πρωτεύ­ου­σας ( πο­λι­τι­κοί, βου­λευ­τές, προ­ο­δευ­τι­κοί στο­χα­στές, δη­μο­σιο­γρά­φοι, δά­σκα­λοι, για­τροί, φαρ­μα­κο­ποιοί, ο­δο­ντο­για­τροί, έ­μπο­ροι, και τρα­πε­ζί­τες ) εί­χαν δώ­σει ρα­ντε­βού σε ε­κεί­να τα μου­ντά κε­λιά της φυ­λα­κής. Αρ­κε­τοί φορού­σαν α­κό­μα τα νυ­χτι­κά τους, τις ρό­μπες και τις πα­ντό­φλες τους».

Ε­νας άλ­λος ε­πι­ζή­σας της ο­μά­δας της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, ο Δρ. Χα­τσίκ Μπογο­σιάν, για­τρός, θυ­μά­ται να τον με­τα­φέ­ρουν στην ί­δια κε­ντρι­κή φυ­λα­κή, ό­που και ε­κεί­νος πε­ρί­με­νε μη πι­στεύ­ο­ντας αυ­τό που συ­νέ­βαι­νε. «Να ΄μα­στε λοι­πόν, οι πιο πολ­λοί αρ­μέ­νιοι δια­νο­ού­με­νοι και τα δη­μό­σια πρό­σω­πα της Κων­σταντι­νού­πο­λης». Ο Μπα­λα­κιάν κα­τέ­γρα­ψε ό­τι «την Κυ­ρια­κή με­τά το Πά­σχα του 1915, κα­θό­μα­σταν στην κε­ντρι­κή φυ­λα­κή, τρο­μαγ­μέ­νοι, πε­ρι­μέ­νο­ντας πλη­ρο­φο­ρί­ες για βο­ή­θεια απ’ ο­που­δή­πο­τε. Και να ρω­τά­με ο έ­νας τον άλ­λον: Για­τί συμ­βαίνει αυ­τό;»

Δεν ή­ταν πα­ρά το ε­πό­με­νο α­πό­γευ­μα που ο φύ­λα­κας έ­λεγ­ξε τα ο­νό­μα­τά τους και ο­δη­γή­θη­καν πε­ζοί, συ­νο­δεί­α της στρα­τιω­τι­κής α­στυ­νο­μί­ας, στο διοι­κη­τήριο. Ε­κεί τους έ­ψα­ξαν και η α­στυ­νο­μί­α κα­τά­σχε­σε «τα πά­ντα χρή­μα­τα, μι­κρά, α­σή­μα­ντα κομ­μά­τια χαρ­τί, σου­γιά­δες, μο­λύ­βια, η­με­ρο­λό­για, α­κό­μα και τις ομπρέ­λες και τα μπα­στού­νια μας, προ­σποιού­με­νοι πά­ντα ό­τι θα μας ε­πι­στέ­φο­νταν αρ­γό­τε­ρα». Η στρα­τιω­τι­κή α­στυ­νο­μί­α τους ε­πι­βί­βα­σε με­τά σε λε­ω­φο­ρεί­α κα­τά ο­μά­δες των εί­κο­σι α­τό­μων (μα­ζί με δώ­δε­κα πε­ρί­που στρα­τιώ­τες σε κάθε λε­ω­φο­ρεί­ο) και έ­να κα­ρα­βά­νι στρα­τιω­τι­κών λε­ω­φο­ρεί­ων, με τον αρ­χη­γό της α­στυ­νο­μί­ας να προ­πο­ρεύ­ε­ται με το δι­κό του α­μά­ξι, πέ­ρα­σαν α­πό τη λε­ω­φόρο Α­γί­ας Σο­φί­ας κα­τευ­θυ­νό­με­νοι για το Σιρ­κε­τζί.

Ο Μπα­λα­κιάν πε­ριέ­γρα­ψε «το τρό­μο του θα­νά­του» που πλα­νιό­ταν στον α­έ­ρα, μέ­σα στο λε­ω­φο­ρεί­ο, ει­δι­κά ό­ταν πέ­ρα­σαν τη βρα­χώ­δη πα­ρα­λί­α ό­που τις προ­ηγού­με­νες δε­κα­ε­τί­ες η στρα­τιω­τι­κή α­στυ­νο­μί­α του σουλ­τά­νου εί­χε θα­να­τώ­σει ε­κα­το­ντά­δες αρ­μέ­νιους και τούρ­κους δια­νο­ού­με­νους και πο­λι­τι­κούς α­κτι­βι­στές. Με­τά τους ε­πι­βί­βα­σαν σε έ­να α­τμό­πλοιο το οποίο συ­νή­θως έ­παιρ­νε 65 ά­τομα, αλ­λά τώ­ρα ή­ταν φορ­τω­μέ­νο με 250. Αρ­μέ­νιοι και δε­κά­δες στρα­τιω­τι­κοί α­στυνο­μι­κοί, νε­α­ροί στρα­τιώ­τες, κο­μι­σά­ριοι, κα­τά­σκο­ποι του στρα­τού και α­ξιωμα­τού­χοι της α­στυ­νο­μί­ας δια­φό­ρων βαθ­μών.

Τρά­βη­ξαν για τα τα­ραγ­μέ­να νε­ρά της Θά­λασ­σας του Μαρ­μα­ρά και τε­λι­κά έ­φτασαν στην α­πο­βά­θρα του Χαοντάρ πα­σά, απ’ ό­που ο­δη­γή­θη­καν πεζοί, α­νά δύ­ο, σε έ­ναν με­γά­λο σταθ­μό. Κα­θώς η δια­δι­κα­σί­α αυ­τή συ­νε­χι­ζό­ταν, οι αρ­μέ­νιοι η­γέ­τες ο­δη­γή­θη­καν σε έ­να ει­δι­κό τρέ­νο, το ο­ποί­ο, ό­πως έ­γρα­ψε ο Μπα­λα­κιάν, «μας πε­ρί­με­νε για να μας με­τα­φέ­ρει στα βά­θη της Μι­κράς Α­σί­ας, ό­που ε­κτός α­πό λί­γες, σπά­νιες πε­ρι­πτώ­σεις, ό­λοι θα βρί­σκα­με το θά­να­το».

«Με τα φώ­τα σβη­στά», έ­γρα­φε ο Μπα­λα­κιάν, «τις πόρ­τες κλει­στές και με α­στυνο­μι­κούς και στρα­το­νό­μους το­πο­θε­τη­μέ­νους πα­ντού, το τρέ­νο ξε­κί­νη­σε. Κι έτσι α­πο­κρυ­νό­μα­σταν ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τους τό­πους ό­που ζήσα­με, α­φή­νο­ντας πί­σω ο κα­θέ­νας α­πό ε­μάς α­προ­στά­τευ­τες μη­τέ­ρες που θρη­νούσαν, α­δελ­φές, γυ­ναί­κες, παι­διά, πε­ριου­σί­ες, πλού­το, τα πά­ντα. Κα­τευ­θυ­νό­μα­σταν προς μια πε­ριο­χή ά­γνω­στη, που δεν εί­χε ό­νο­μα. Για να θα­φτού­με ε­κεί για πά­ντα».

Κά­ποια στιγ­μή με­τά τα με­σά­νυ­χτα έ­νας α­ξιω­μα­τού­χος πά­νω στο τρέ­νο, ο ο­ποίος έ­τυ­χε να εί­ναι Αρ­μέ­νιος, ψι­θύ­ρι­σε στο αυ­τί του Μπα­λα­κιάν: «Αι­δε­σι­μό­τατε, σας πα­ρα­κα­λώ πο­λύ γράψ­τε τα ο­νό­μα­τα των συλ­λη­φθέ­ντων φί­λων σας σε αυτό το χαρ­τί και δώ­στε το πί­σω σε μέ­να πά­λι». Με­τά ο ά­ντρας «πέ­ρα­σε μια κόλ­λα χαρ­τί κι έ­να μο­λύ­βι στο χέ­ρι μου και α­φή­νο­ντάς μου το φα­νά­ρι, πή­γε στον α­στυ­νο­μι­κό που ή­ταν υ­πεύ­θυ­νος για μας και εί­χε αρ­κε­τή δου­λειά... η καρ­διά μου χτυ­πού­σε δυ­να­τά κι έ­γρα­φα ό­σο πιο γρή­γο­ρα μπο­ρού­σα κά­τω α­πό το τρε­μου­λιαστό, μου­ντό φως ό­σα ο­νό­μα­τα θυ­μό­μουν, δί­νο­ντας με­τά το χαρ­τί πί­σω στον Αρ­μέ­νιο α­ξιω­μα­τού­χο». ΄Η­ταν σε αυ­τό το ση­μεί­ο που ο Μπα­λα­κιάν με­τα­τρά­πη­κε σε έ­ναν πιο ε­πί­ση­μο αυ­τό­πτη μάρ­τυ­ρα και ί­σως η κα­τα­γρα­φή αυ­τών των ο­νο­μάτων ή­ταν μέ­ρος της δια­δι­κα­σί­ας η ο­ποί­α τον ο­δή­γη­σε στη συγ­γρα­φή των α­πο­μνη­μο­νευ­μά­των του.

Το τρέ­νο συ­νέ­χι­σε νό­τια κα­τά μή­κος της α­κτής της Θά­λασ­σας του Μαρ­μα­ρά και κα­τά το χά­ρα­μα περ­νού­σε μέ­σα α­πό τη Νι­κο­μή­δεια (Ιζ­μίτ) και το Μπαρ­ντι­ζάγκ. Το σού­ρου­πο έ­φτα­σαν στην πό­λη του Ε­σκί Σε­χίρ, ό­που χώ­ρι­ζαν οι σι­δη­ρο­δρομι­κές γραμ­μές της ΄Α­γκυ­ρας και του Ι­κο­νί­ου, και με­τά, ύ­στε­ρα α­πό κά­ποια καθυ­στέ­ρη­ση και αρ­κε­τό ε­κνευ­ρι­σμό με­τα­ξύ των αιχ­μα­λώ­των, το τρέ­νο συ­νέ­χισε νό­τια για την ΄Α­γκυ­ρα. Κα­τά το με­ση­μέ­ρι της Τρί­της έ­φτα­σαν στον σι­δη­ροδρο­μι­κό σταθ­μό του Σι­ντζάν Κό­ι , κο­ντά στην ΄Α­γκυ­ρα. Στο σταθ­μό Ι­μπρα­ήμ, ο διοι­κη­τής των κε­ντρι­κών φυ­λα­κών, ο ο­ποί­ος τους συ­νό­δευ­σε α­πό την Κων­στντινού­πο­λη, ση­κώ­θη­κε και άρ­χι­σε να δια­βά­ζει τη λί­στα με τα ο­νό­μα­τα: «Σίλ­βιο Ρί­τσι, Α­γκνου­νί, Ζαρ­τα­ριάν, Χα­ζά­γκ, Σα­χρι­γκιάν, Τζι­χαν­γκιου­λιάν, Δρ. Ντα­γαβα­ριάν, Σαρ­κίς Μι­να­σιάν», έ­λε­γε φω­νά­ζο­ντας δυ­να­τά τα ο­νό­μα­τα. Σχε­δόν ό­λοι ή­ταν προ­ο­δευ­τι­κοί δια­νο­ού­με­νοι, άν­θρω­ποι του κόμ­μα­τος που δεν ή­ταν ό­μως πο­λι­τι­κοί, συ­ντη­ρη­τι­κοί, «πε­ρί­που ε­βδο­μή­ντα πέ­ντε άν­θρω­ποι σύ­νο­λο», θυμό­ταν ο Μπα­λα­κιάν. «Σε κά­θε ό­νο­μα που α­κού­γα­με κά­τι σκιρ­τού­σε μέ­σα μας», έγρα­ψε, «και με­τά φι­λού­σα­με αυ­τούς που έ­φευ­γαν. Ε­κεί­νη τη στιγ­μή, βά­λα­με τα κλά­μα­τα, κα­θώς έ­κλαι­γε κά­ποιος, άρ­χι­σαν κι άλ­λοι να κλαί­νε, εί­χα­με ό­λοι αυτό το αί­σθη­μα, ό­τι χω­ρί­ζα­με για πά­ντα».

Η πρώ­τη ο­μά­δα με­τα­φέρ­θη­κε στο Α­γιάς, βο­ρειο­δυ­τι­κά της ΄Α­γκυ­ρας, ε­νώ η ο­μάδα του Μπα­λα­κιάν με­τα­φέρ­θη­κε στο Τσάν­κι­ρι, στα νο­τιο­α­να­το­λι­κά της ΄Α­γκυρας. Τους ε­πό­με­νους μή­νες, και στα δύ­ο μέ­ρη οι ά­ντρες φυ­λα­κί­στη­καν, βα­σα­νίστη­καν και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό αυ­τούς δο­λο­φο­νή­θη­καν στην ε­ρη­μι­κή ύ­παιθρο της πε­ριο­χής. Ο Μπα­λα­κιάν πε­ρι­γρά­φει πολ­λούς α­πό αυ­τούς τους θα­νά­τους, με­τα­ξύ αυ­τών τις δο­λο­φο­νί­ες του φη­μι­σμέ­νου ποι­η­τή Τα­νιέλ Βα­ρου­ζάν και του μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου και μέ­λους της Ο­θω­μα­νι­κής βου­λής Κρι­κόρ Ζο­χρά­μπ. Ο Βα­ρου­ζάν και τέσ­σε­ρις συ­νά­δελ­φοί του ή­ταν μα­ζί με τον Μπα­λα­κιάν στη φυ­λακή του Τσάν­κι­ρι, και την Πέ­μπτη 12 Αυ­γού­στου, ο Τζε­μάλ Ο­γκούζ, ο υ­πεύ­θυ­νος γραμ­μα­τέ­ας της Ε­ΕΠ, τη­λε­γρά­φη­σε στο φυ­λά­κιο της α­στυ­νο­μί­ας στο δρό­μο Τσάν­κι­ρι-Καολα­τζέκ για να δώ­σει τις α­πα­ραί­τη­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες της έ­λευ­σης των ε­κτο­πι­σμέ­νων. ΄Ο­ταν τα βα­γό­νια τα οποία με­τέ­φε­ραν τον Βα­ρου­ζάν και τους συ­να­δέλ­φους του έ­φτα­σαν στο ση­μεί­ο αυ­τό, έ­πε­σαν σε ε­νέ­δρα που είχαν στή­σει τέσ­σε­ρις Κούρ­δοι τσέ­τες. «Η ό­λη ι­στο­ρί­α», έ­γρα­ψε ο Μπα­λα­κιάν, «εί­χε ορ­γα­νω­θεί εκ των προ­τέ­ρων και μέ­σα σε πλή­ρη μυ­στι­κό­τη­τα».

Οι τσέ­τες πή­γαν τους πέ­ντε Αρ­μέ­νιους σε έ­να κο­ντι­νό ρέ­μα, τους υ­πο­χρέ­ω­σαν να γδυ­θούν και να δι­πλώ­σουν οι ί­διοι τα ρού­χα τους. Με­τά «άρ­χι­σαν να τους μα­χαι­ρώ­νουν, κό­βο­ντας χέ­ρια, πό­δια και γεν­νη­τι­κά όρ­γα­να, κα­τα­ξε­σκί­ζο­ντας τα κορ­μιά τους». Μο­νά­χα ο τρια­ντα­τριά­χρο­νος Τα­νιέλ Βα­ρου­ζάν προ­σπά­θησε να α­μυν­θεί προ­κα­λώ­ντας α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο τους φο­νιά­δεςό­χι μό­νο «τον ξε­κοί­λια­σαν, αλ­λά ξε­ρί­ζω­σαν και τα μά­τια αυ­τού του με­γά­λου αρ­μέ­νιου ποι­η­τή». Οι δο­λο­φό­νοι μοι­ρά­στη­καν με­τά τη λεί­α τους, παίρ­νο­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό 450 χρυ­σά ο­θω­μα­νι­κά νο­μί­σμα­τα που ή­ταν ραμ­μέ­να στα ρού­χα του δό­κτο­ρα Τσι­λι­γκι­ριάν και του Ο­νίκ Μα­γα­ζα­τζιάν. Πλή­ρω­σαν την α­στυ­νο­μία και α­φού μοί­ρα­σαν τα υ­πάρ­χο­ντα των θυ­μά­των, έ­φυ­γαν με ά­μα­ξες.

Ο Μπα­λα­κιάν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τις λε­πτο­μέ­ρειες των φό­νων α­πό έ­ναν Τούρ­κο ο οποίος ο­δη­γού­σε μί­α α­πό τις ά­μα­ξες (τον ει­κο­σά­χρο­νο γιο του ι­διο­κτή­τη του τοπι­κού χα­μάμ) ο ο­ποί­ος ε­πέ­στρε­ψε α­πό το Τσάν­κι­ρι σο­κα­ρι­σμέ­νος και βυ­θισμέ­νος στη θλί­ψη. Κα­θώς μι­λού­σε στον αρ­μέ­νιο ιε­ρέ­α έ­κλαι­γε κι έ­λε­γε «δεν θέ­λω να κά­νω πια αυ­τή τη δου­λειά. Θα που­λή­σω το ά­λο­γο και την ά­μα­ξά μου και θα φύ­γω α­πό την πό­λη. Δεν θέ­λω τέ­τοια κέρ­δη». Την Πα­ρα­σκευ­ή, ό­ταν οι ά­μα­ξες επέ­στρε­ψαν στο Τσάν­κι­ρι χω­ρίς τον Βα­ρου­ζάν και τους άλ­λους, τα νέ­α των φόνων δια­δό­θη­καν με­τα­ξύ των ε­κτο­πι­σμέ­νων και των αρ­με­νι­κών οι­κο­γε­νειών της πό­λης. Ο το­πι­κός κυ­βερ­νή­της, ο ο­ποί­ος εί­χε εγ­γυ­η­θεί ό­τι οι ά­ντρες θα έ­φταναν στην ΄Α­γκυ­ρα α­σφα­λείς, πή­γε α­μέ­σως στην Του­νέ­ι (την πό­λη που εί­χαν δολο­φο­νη­θεί) με τον αρ­χη­γό της α­στυ­νο­μί­ας α­πό την Κα­στα­μο­νή και μια ο­μά­δα έρευ­νας. Ε­κεί «βρή­καν τα πέ­ντε πτώ­μα­τα σε α­πε­ρί­γρα­πτη κα­τά­στα­ση, κο­ντά στο ρέ­μα».

Ο Δρ. Μπο­γο­σιάν πε­ριέ­γρα­ψε α­νά­λο­γες σκη­νές. Η δι­κή του ο­μά­δα των ε­κτο­πι­σμέ­νων ο­δη­γή­θη­κε έ­ξω α­πό τη φυ­λα­κή Τσάν­κι­ρι, ό­πως κα­τέ­γρα­ψε, «την Κυ­ρια­κή της Κοι­μή­σε­ως της Θε­ο­τό­κου, τον Αύ­γου­στο του 1915. Ο­δη­γή­θη­καν πε­ζοί έ­ξω α­πό την πό­λη, δε­μέ­νοι ο έ­νας με τον άλ­λο με σχοι­νιά, μα­ζί με μια ο­μά­δα αρκετών εκα­το­ντά­δων άλ­λων αν­δρών, και στάλ­θη­καν «υ­πό το λα­μπρό σε­λη­νό­φως» με τρεις ά­μα­ξες γε­μά­τες «φτυά­ρια, κα­σμά­δες, τσε­κού­ρια και τσα­πιά». Κα­τά τη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό εί­κο­σι πέ­ντε ά­ντρες σκο­τώ­θη­καν α­πό χωρο­φυ­λα­κές, οι ο­ποί­οι τους ξυ­λο­κό­πη­σαν έ­ως θα­νά­του με τα του­φέ­κια τους. Προς στιγ­μήν, γλύ­τω­σαν το θά­να­το ό­ταν έ­νας τούρ­κος λο­χα­γός διέ­τα­ξε αλ­λα­γή πο­ρεί­ας προς τα νό­τια, στην Και­σά­ρεια. Σε ε­κεί­νη την πο­ρεί­α πε­ρισ­σό­τε­ροι από 200 ά­ντρες πέ­θα­ναν α­πό την πεί­να και τη δυ­σε­ντέ­ρια, συ­νη­θι­σμέ­νοι τρό­ποι θα­νά­του σε μια δια­δι­κα­σί­α ε­ξό­ντω­σης». Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό αυ­τούς θα πέθαι­ναν μέ­σα στους ε­πό­με­νους μή­νες αλ­λά ο Δρ. Μπο­γο­σιάν, ό­πως και ο Κρι­κό­ρις Μπα­λα­κιάν, ή­ταν με­τα­ξύ των τυ­χε­ρών που ε­πέ­ζη­σαν.

Αυ­τό που συ­νέ­βη στους ε­κτο­πι­σμέ­νους αρ­μέ­νιους πνευ­μα­τι­κούς η­γέ­τες συνέ­βη και στους αρ­μέ­νιους δια­νο­ού­με­νους σε ο­λό­κλη­ρη την Τουρ­κί­α. Με αυ­τόν τον υ­πο­λο­γι­σμέ­νο τρό­πο η ΕΕΠ κα­τέ­στρε­ψε έ­να ζω­τι­κό κομ­μά­τι της πο­λι­τι­στικής υ­πο­δο­μής των Αρ­με­νί­ων και ουσιαστικά πέ­τυ­χε να σιγήσει μια ο­λό­κλη­ρη γε­νιά αρμέ­νιων συγ­γρα­φέ­ων. Τα πο­σο­στά του θα­νά­του μας δεί­χνουν ό­τι τουλά­χι­στον ο­γδό­ντα δύ­ο συγ­γρα­φείς δο­λο­φο­νή­θη­καν, συν τους χι­λιά­δες των δασκά­λων και των πνευ­μα­τι­κών και θρη­σκευ­τι­κών η­γε­τών. ΄Η­ταν μια α­πο­κά­λυ­ψη για την αρ­με­νι­κή λο­γο­τε­χνί­α, η ο­ποί­α βρι­σκό­ταν σε ε­κεί­νη τη φά­ση σε μια μοντερ­νι­στι­κή άν­θη­ση. Οι Τα­νιέλ Βα­ρου­ζάν, Σια­μά­ντο (Α­ντόμ Γιαρ­τζα­νιάν), Κρικόρ Ζο­χρά­μπ, Λε­βόν Σα­ντ, Γκο­μι­ντάς (Σο­γο­μόν Σο­γο­μο­νιάν), και πολ­λοί άλ­λοι είχαν φέ­ρει την αρ­με­νι­κή ποί­η­ση, την πε­ζο­γρα­φί­α, το θέ­α­τρο και τη μου­σι­κή σε μια νέ­α ε­πο­χή. Ευ­τυ­χώς πολ­λά α­πό τα δο­κί­μια ε­πέ­ζη­σαν και α­πο­τε­λούν ση­μαντι­κό τμή­μα της αρ­με­νι­κής λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρά­δο­σης και ου­σια­στι­κά ε­πέ­τυ­χε να σι­γή­σει μιά ο­λό­κλη­ρη γε­νιά αρ­με­νί­ων συγ­γρα­φέ­ων. Η ε­ξό­ντω­ση των αρ­με­νί­ων δια­νο­ου­μέ­νων εκ μέ­ρους των Νε­ο­τούρ­κων το 1915, εί­ναι το πρώ­το ε­παί­σχυ­ντο με­θο­δευ­μέ­νο έ­γκλη­μα κα­τά τον 20ό αιώ­να και το ο­ποί­ο δυ­στυ­χώς α­πε­τέ­λε­σε και πρό­τυ­πο για την ε­πα­νά­λη­ψη, ε­φαρ­μο­γή και ε­κτέ­λε­ση πα­ρό­μοιων βαρ­βα­ρο­τή­των εκ μέ­ρους -κυ­ρί­ως- ο­λο­κλη­ρω­τι­κών κα­θε­στώ­των. Εί­ναι ευ­νό­η­το, ό­τι με­τά την ε­ξό­ντω­ση της α­φρό­κρε­μας της η­γε­σί­ας των Αρ­μενί­ων ο δρό­μος για τη γε­νο­κτο­νί­α ε­νός ο­λό­κλη­ρου έ­θνους ή­ταν πλέ­ον ορ­θά­νοι­χτος.

Follow Us   ArmenianGenocide100.gr on Facebook Facebook   ArmenianGenocide100.gr on YouTube Youtube