Ερμενί Βάρτο
Του Ρουπέν Μελκονιάν
Μετάφραση: Ναζίκ Τζαμουζιάν
Η γενοκτονία των Αρμενίων δεν ήταν μόνο η αιτία αφανισμού 1.500.000 Αρμενίων και βίαιου εξισλαμισμού χιλιάδων άλλων, αλλά υπήρξε και η αιτία πολλών προσωπικών και οικογενειακών τραγωδιών. Το ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης ώθησαν τους Αρμενίους να κάνουν απίστευτα βήματα. Ένα από τα αναρίθμητα παραδείγματα είναι η ιστορία μιας αρμενικής οικογένειας που ονομαζόταν «Βάρτο Ερμενί». Η οικογένεια αυτή κατάφερε να επιβιώσει μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και ακόμη και η ύπαρξή της αγνοούνταν για δεκαετίες.
Κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας, εξορίστηκε η φυλή «Βάρτο» που κατοικούσε στην επαρχία Jizre και ήταν μια φυλή πολυπληθής και πλούσια. Καθώς δέχτηκαν επίθεση καθ’ οδόν, πέντε από τις οικογένειες της φυλής διέφυγαν και βρήκαν καταφύγιο στο όρος Judi. Μια από τις οικογένειες αυτές ονομαζόταν «Μάλα Βάρτο», δηλαδή το σπίτι του Βάρτο. Ζούσαν στο βουνό για 25 χρόνια περίπου, απομονωμένοι από τον έξω κόσμο, εκείνη την περίοδο. Αγνοούσαν ακόμη και το γεγονός ότι είχε καταρρεύσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία και είχε ιδρυθεί η Δημοκρατία της Τουρκίας. Η φυλή ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και πλήθαινε χάρη στους γάμους που γίνονταν ανάμεσα στα μέλη της φυλής.
Η φυλή Βάρτο υιοθέτησε σταδιακά τον κουρδικό τρόπο ζωής, φορώντας κουρδικές παραδοσιακές ενδυμασίες και μιλώντας κουρδικά, όντας όμως συγχρόνως μια κλειστή κοινωνία, που επέτρεπε για παράδειγμα στα μέλη της να παντρεύονται μόνο μέλη της ίδιας φυλής. Είναι αξιοσημείωτο ότι ήταν ιδιαίτερα θρήσκοι και διατηρούσαν τις χριστιανικές παραδόσεις με κάθε δυνατό τρόπο. Ενώ οι Αρμένιοι της φυλής Βάρτο ήξεραν μόνο μερικές λέξεις στ’ αρμενικά (ακόμη και τις προσευχές τους τις έλεγαν στα κουρδικά), εντούτοις προσκαλούσαν ασσύριους ή νεστοριανούς ιερείς για να τελέσουν τις χριστιανικές τελετές των γάμων τους. Οι κουρδόφωνοι αυτοί Αρμένιοι, που έζησαν για δεκάδες χρόνια στα βουνά κι ανάμεσα σε Κούρδους, διατήρησαν την εθνική τους συνείδηση και γνώριζαν καλά ότι διέφεραν από τους Κούρδους ανάμεσα στους οποίους ζούσαν.΄Ενα δείγμα της επίγνωσης της διαφορετικότητάς τους είναι το γεγονός ότι επισκέπτονταν τη χριστιανική εκκλησία του γειτονικού χωριού Χασάνα, καθώς κι ότι έθαβαν τους νεκρούς τους στο κοιμητήριο του ίδιου χωριού.
Είχαν ήδη περάσει τρεις δεκαετίες από τη γενοκτονία των Αρμενίων, όταν τα μέλη της φυλής τόλμησαν να κατέβουν από το βουνό, για να διαπιστώσουν ότι η γη τους είχε κατακτηθεί από Κούρδους.
Δεκαετίες αργότερα, το γεγονός της ύπαρξης της φυλής Βάρτο έγινε γνωστό στην αρμενική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης κι ένας ιερέας, ο Χράντ Γκιουζελιάν, επισκέφτηκε τον αρχηγό της φυλής τον Σιγιαμέντ Γιαγπασάν. Ήταν η πρώτη φορά, όπου επιζώντες Αρμένιοι συνάντησαν αρμένιο κληρικό και μετά την επίσκεψη αυτή έμαθαν ότι υπήρχαν κι άλλοι χριστιανοί Αρμένιοι που ζούσαν στην Τουρκία. Ο ιερέας πρότεινε στον αρχηγό να στείλει τα παιδιά της φυλής στην Κωνσταντινούπολη για να λάβουν εκεί αρμενο-χριστιανική εκπαίδευση. Ο Σιγιαμέντ είχε 13 παιδιά και μετά το θάνατο της συζύγου του Τελάλ, είχαν ανάγκη σωστής φροντίδας. Εξάλλου, οι άνθρωποι της φυλής ήταν εξαιρετικά θρήσκοι και συχνά έδιναν στα παιδιά τους ονόματα από την Αγία Γραφή. Έτσι η πρόταση ενός αρμένιου κληρικού έγινε δεκτή με ευχαρίστηση. Ο αρχηγός της φυλής, ο Γιαγπασάν, έδωσε το καλό παράδειγμα στέλνοντας την εννιάχρονη κόρη του Ρακέλ στην Κωνσταντινούπολη. Το παράδειγμά του ακολούθησαν κι άλλα μέλη της φυλής κι έτσι περίπου 25 κουρδόφωνα παιδιά στάλθηκαν στο αρμενικό ορφανοτροφείο της Τούζλα.
Η κόρη του αρχηγού της φυλής, Σιγιγμέν Γιαγπασάν, που πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει τη μητρική της γλώσσα και να επιστρέψει στις ρίζες της, έγινε αργότερα η σύζυγος του Χράντ Ντινκ, Ρακέλ Ντινκ.
Στο ορφανοτροφείο, στα παιδιά της φυλής δίνεται γενική παιδεία, όμως στην αρχή δημιουργείται μια ατμόσφαιρα αποξένωσης και ψυχρότητας ανάμεσα σ’ αυτά και τ’ άλλα αρμενόπουλα του ορφανοτροφείου, που όπως είναι φυσικό οφείλεται στις πολιτιστικές διαφορές του περιβάλλοντος στο οποίο ζούσαν. Όταν ολοκληρώνουν την εκπαίδευση τους στο ορφανοτροφείο, τα 25 παιδιά της φυλής Βάρτο δεν επιθυμούν να επιστρέψουν στο χωριό. Τότε η φυλή με επικεφαλής τον Σιγιαμέντ, αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Είναι πολύ πιθανό, στην απόφασή τους αυτή, σημαντικό ρόλο να έπαιξαν οι διαρκείς συγκρούσεις τους με τους Κούρδους που είχαν καταλάβει τη γη τους, καθώς και οι δυσμενείς πλέον συνθήκες για τη διαφύλαξη της εθνικής και θρησκευτικής τους ταυτότητας. Έτσι το 1978 η φυλή Βάρτο, αποτελούμενη από 500 μέλη, μετακομίζει στην Κωνσταντινούπολη. Η αρμενική κοινότητα τους στηρίζει με κάθε δυνατό τρόπο. Με προσπάθειες του πατριαρχείου κι επιχειρηματιών βρίσκουν δουλειές σε διαφορετικούς τομείς. Είναι πάντως αξιοσημείωτο, ότι ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη τα μέλη της φυλής δεν αλλάζουν τις παραδόσεις τους, συμπεριλαμβανομένης κι αυτής να παντρεύονται μεταξύ τους. Έτσι, όταν ο Χράντ Ντινκ εκφράζει την επιθυμία να παντρευτεί τη Ρακέλ, την οποία είχε γνωρίσει στο ορφανοτροφείο, οι νέοι της φυλής τον απειλούν κι απαιτούν να παραιτηθεί από αυτή τη σκέψη. Το θέμα διευθετείται μόνο μετά την υψηλή παρέμβαση του τότε πατριάρχη των Αρμενίων, Σνορκ Καλστιάν. Ζητά ο ίδιος το χέρι της Ρακέλ και ο θρησκευόμενος πατέρας δεν μπορεί να πει όχι στον υψηλόβαθμο κληρικό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 γίνεται πολύ έντονη στην Τουρκία η ατμόσφαιρα βίας κι εχθρότητας εναντίον εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων και ιδιαίτερα εναντίον των Αρμενίων, λόγω των δραστηριοτήτων της οργάνωσης ΑΣΑΛΑ. Η λέξη Αρμένιος θεωρείται βλαστήμια, οι Αρμένιοι θεωρούνται προδότες, οι αρμενικές εκκλησίες δέχονται επιθέσεις, ενώ τοποθετούνται βόμβες σε αρμενικά σχολεία. Μέρα με την ημέρα οι διώξεις γίνονται ολοένα πιο δυσβάσταχτες, αναγκάζοντας τους επιζώντες της φυλής Βάρτο, αλλά και πολλούς άλλους Αρμενίους να σκέπτονται το ζήτημα της επιβίωσης και πάλι. Κάποια από τα μέλη της φυλής παλιννοστούν στη Σοβιετική Αρμενία, εκεί όμως αντί για δουλειά τους δίνεται γη. Αλλά, οι αστοί πλέον Αρμένιοι, δεν επιθυμούν να ξανασχοληθούν με τη γεωργία. Τελικά, ο αρχηγός της φυλής Σιγιαμέντ Γιαγπασάν, παίρνει την απόφαση να μεταναστεύσουν στο Βέλγιο και η απόφαση του αρχηγού είναι υποχρεωτική για όλους. Όλη η φυλή μεταναστεύει στο Βέλγιο και σήμερα μόνο η Ρακέλ Ντινκ ζει στην Τουρκία, ως εκπρόσωπος της φυλής.
Στο Βέλγιο οι Αρμένιοι της φυλής Βάρτο ασχολούνται με τη ραπτική, το στεγνό καθάρισμα, την κατασκευή γούνας και κατοικούν στην ίδια περιοχή. Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και στην Ευρώπη έχουν διατηρήσει τις φυλετικές τους συνήθειες, ειδικά τις ενδογαμίες. Ν’ αναφέρουμε, επίσης, ότι η χήρα του Χράντ Ντινκ κρατάει ακόμη επαφή με μέλη της φυλής. Για παράδειγμα ήταν παρούσα στους γάμους όλων των αδελφών της στο Βέλγιο, ενώ επισκέπτεται και το τάφο της μητέρας της στη Jizre. Για την καταγωγή της, η Ρακέλ Ντινκ μίλησε και στη δίκη για τη δολοφονία του συζύγου της, Χράντ Ντινκ, όταν απευθυνόμενη προς το δικαστή κι όλους τους παρευρισκομένους είπε: «Η ιστορία μου αρχίζει με τους επιζήσαντες του 1915 - τη φυλή Ερμενί Βάρτο. Γεννήθηκα το 1959 στο χωριό Shrnakin, το οποίο τώρα ονομάζεται Yolaghz, στη φυλή Βάρτο. Το όνομα Βάρτο προέρχεται από τον παππού του πατέρα μου, Βαρτάν».
Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι για πολλά χρόνια η φυλή Βάρτο αγωνίζεται ενάντια στους Κούρδους που είχαν καταλάβει τη γη τους και η υπόθεση δεν έχει κλείσει νομικά. Η Ρακέλ Ντινκ αναφέρει, ότι πριν ξεψυχήσει ο πατέρας της, ο αρχηγός της φυλής, απαίτησε από τα παιδιά του να συνεχίσουν να διεκδικούν την επιστροφή της γης τους.
Είναι λυπηρό, αλλά συγχρόνως ενδιαφέρον, ότι ένα έθνος όπως οι Αρμένιοι, με τόσο αναπτυγμένη κουλτούρα και πολιτισμό τόσων αιώνων υιοθέτησαν τις συνήθειες και τη γλώσσα των Κούρδων, ενός λαού με ασύγκριτα χαμηλότερου επιπέδου κουλτούρα. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται και στον τρόπο ζωής της αρμενικής φυλής Βάρτο. Μια πολύ ενδιαφέρουσα γνώμη πάνω σ’ αυτό το ζήτημα εξέφρασε πρόσφατα ένας ανατολιστής, ο καθηγητής Καρνίκ Ασατριάν. Σύμφωνα με τον καθηγητή «όταν ένα νέο έθνος, ανεξάρτητα από το πολιτιστικό του επίπεδο, αποκτά στρατιωτική σημασία, τότε ο τρόπος ζωής του επικρατεί και οι κάτοικοι της περιοχής ενσωματώνονται στο νέο στοιχείο». Με άλλα λόγια, μπορούμε να υποθέσουμε ότι στο κατάλληλο περιβάλλον η γλώσσα και ο τρόπος ζωής ενός πολεμιστή γίνονται αντικείμενο μίμησης από τους υπόλοιπους λαούς.
Τελικά, όχι μόνο η ύπαρξη της φυλής Βάρτο αλλά και η διατήρηση της εθνικής και θρησκευτικής της συνείδησης, μας κάνει ν’ αναλογιστούμε τη σημασία του περιβάλλοντος στο θέμα της αφομοίωσης των Αρμενίων.
Αν η Ρακέλ Γιαγπασάν είχε παραμείνει στο κουρδικό περιβάλλον, θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια κουρδόφωνη Αρμένια, η οποία θα έφερε, επίσης, στοιχεία της κουρδικής κουλτούρας και του τρόπου ζωής, κι αυτό χάρη στην κλειστή κοινωνία στην οποία ζούσε. Με την επιρροή του αρμενικού περιβάλλοντος, κατάφερε να επιστρέψει στις ρίζες της.