Χαμιτικές σφαγές: Προοίμιο της γενοκτονίας του 1915
Άρτο Σεμμάς Ταστσιάν
Η αδιάλειπτη ύπαρξη του αρμενικού λαού και το γεγονός ότι όχι μόνο υπάρχει, αλλά και οργανώνει, διεκδικεί και «ενοχλεί» ιδιαίτερα, κατά περιπτώσεις, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι πρόκειται για έναν λαό γαλουχημένο μέσα από τεράστιες δυσκολίες και κακουχίες. Μία από αυτές είναι η Γενοκτονία του 1915, όπου 1.500.000 ψυχές βασανίστηκαν και σφαγιάστηκαν στα πλαίσια της επεκτατικής πολιτικής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι διώξεις του 1895-96 δεν ήταν η μοναδική τραγωδία που είχε βιώσει ο Αρμενισμός. ΄Όντας μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Αρμένιοι και γενικότερα οι χριστιανικοί λαοί, αντιμετωπίζονταν από τις κυβερνήσεις της εποχής εκείνης ως παρίες. Μια διάκριση την οποία επεδίωξε και επέβαλλε υπογείως η Οθωμανική κυβέρνηση, ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1890, όταν αισθανόταν την κυριαρχία της επισφαλή και ευάλωτη απέναντι στις κατακτημένες, αλλά οργανωμένες μειονότητές της. Τότε είναι και η εποχή που ο υποτελής αρμενικός λαός αρχίζει οργανωμένα να διεκδικεί ίσα δικαιώματα με αυτά των μουσουλμανικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πιο συγκεκριμένα, με τη νίκη των Ρώσων στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878 και την ξεκάθαρη αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το ηθικό και η ελπίδα των Αρμενίων για ένα καλύτερο μέλλον αναπτερώθηκαν. ΄Έτσι το 1878, οι Αρμένιοι αποστέλλουν αντιπροσωπεία στη Σύγκλητο του Βερολίνου, με αρχηγό τον κληρικό και μέχρι πρότινος Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μικιρδίτς Χριμιάν, με σκοπό να κάνει γνωστές τις απάνθρωπες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι Αρμένιοι, αλλά και να απαιτήσει από τους Ευρωπαίους να πιέσουν το Σουλτάνο ώστε να παραχωρήσει δικαιώματα στους κατακτημένους λαούς.
Ο Σουλτάνος Χαμίτ ωστόσο δεν είχε καμία πρόθεση να δώσει δικαιώματα τα οποία ο ίδιος είχε φροντίσει να αφαιρεθούν, εφόσον τους θεωρούσε πηγή και αιτία όλων των δεινών που αντιμετώπιζε τότε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο τούρκος ιστορικός και βιογράφος του Σουλτάνου Οσμάν Νουρί αναφέρει χαρακτηριστικά ότι όταν ο Σουλτάνος πληροφορήθηκε τη συμμετοχή της αρμενικής αντιπροσωπείας στο Βερολίνο και τα αιτήματά της είπε: «Τι αναίδεια και τι προδοσία απέναντι στην Αυτοκρατορία και τη θρησκεία μας. Είθε να είναι καταραμένοι από τον Θεό».
Αποτέλεσμα των διεκδικήσεων των Αρμενίων ήταν η ψήφιση του άρθρου 61 της Συνθήκης του Βερολίνου. Η Υψηλή Πύλη έπρεπε οπωσδήποτε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις υπέρ των Αρμενίων, κυρίως προστατεύοντάς τους από τους Κούρδους και Κιρκάσιους γείτονές τους, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν το δικαίωμα να επιβλέπουν την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά κερδήθηκε κάτι τόσο ουσιαστικό, οδηγεί τον Αβδούλ Χαμίτ να χρησιμοποιήσει τους Κούρδους για να υποτάξει τους Αρμένιους, οι οποίοι έχουν πλέον ξεσηκωθεί και διεκδικούν ενεργά πολιτικές ελευθερίες και μια πλήρως ανεξάρτητη Αρμενία στην ανατολική Τουρκία. Τότε για πρώτη φορά ιδρύονται επαναστατικές οργανώσεις όπως το κόμμα Χιντσακιάν και η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία (Τασνακτσουτιούν), ενώ παράλληλα ξεκινάει ο αντάρτικος αγώνας εναντίον τουρκικών στόχων. Ο Σουλτάνος εξοπλίζει τους Κούρδους με όπλα και άλογα, δημιουργώντας έτσι τους λεγόμενους Hamidiye Alaylari (τα συντάγματα του Χαμίτ). Τα προεόρτια των θηριωδιών που θα ακολουθούσαν είχαν ήδη ξεκινήσει.
Η πρώτη γενοκτονία (1895-1896)
Ο Αβδούλ Χαμίτ αποφασίζει το 1894 να στοχοποιήσει τον αρμενικό λαό, ξεκινώντας από το Σασούν, όπου έμελλε να γραφτεί μια χρυσή σελίδα της αρμενικής Ιστορίας. Εκεί οι Κούρδοι άτακτοι αλλά και οι Οθωμανοί στρατιώτες αντιμετωπίζονται επιτυχώς από τους αρμένιους αντάρτες, παρόλο που υστερούσαν αριθμητικά απέναντί τους. Η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία και οι Χιντσάκ εφοδίαζαν με όπλα το λαό και τόνωναν το πατριωτικό συναίσθημα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας θύλακας αντίστασης απέναντι στον οθωμανικό ζυγό.
Η αντίδραση του Σουλτάνου ήταν να υποκινήσει εχθρικά τους μουσουλμάνους κατοίκους του Σασούν, προπαγανδίζοντας ότι οι Αρμένιοι είχαν σκοπό να βλάψουν το Ισλάμ. ΄Έτσι τους πείθει ότι πρέπει αυτοί να κινηθούν πρώτοι. Η ενέργεια αυτή, σε συνδυασμό με την αποστολή και άλλων Κούρδων ατάκτων, οδήγησε σε ανηλεή σφαγή των χριστιανικών πληθυσμών στις περισσότερες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τα ξένα μέσα ενημέρωσης διαμαρτύρονται έντονα για τις ενέργειες αυτές. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Γλάδστοουν αποκαλεί τον Χαμίτ «φοβερό εγκληματία», ενώ οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής απαιτούν δημοσίως από το Σουλτάνο να τηρήσει τις συμφωνίες που είχε υπογράψει. Επιπλέον συστήνεται μια επιτροπή Γάλλων, Βρετανών και Ρώσων εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι αποστέλλονται στην περιοχή για να εκτιμήσουν την κατάσταση.
Τη 1η Οκτωβρίου 1895, 2000 Αρμένιοι διαδηλώνουν στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να διεκδικήσουν τα κεκτημένα της Συνθήκης του Βερολίνου. Ωστόσο η οθωμανική αστυνομία επιτίθεται και τη διαλύει βιαίως. Τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης γίνονται αφορμή να ξεσπάσουν επεισόδια και σφαγές σε όλη την οθωμανική επικράτεια, σε κάθε χωριό όπου κατοικούσαν Αρμένιοι, όπως το Μπιτλίς, το Ντιαρμπεκίρ, το Ερζερούμ και η Τραπεζούντα. Χιλιάδες δολοφονήθηκαν από τα χέρια των Μουσουλμάνων γειτόνων τους και τον οθωμανικό στρατό, ενώ ακόμα περισσότεροι πέθαναν από τις κακουχίες και τον βαρύ χειμώνα του 1895-1896.
Ο Γάλλος υποπρόξενος του Ντιαρμπεκίρ μεταφέρει στο Γάλλο πρεσβευτή μαρτυρίες για τις θηριωδίες και τις δολοφονίες των γυναικόπαιδων, ενώ περιγράφει τους Τούρκους στρατιώτες ως θρασύδειλους, καθώς ισχυρίζεται ότι εσκεμμένα απέφευγαν να επιτεθούν σε χωριά που είχαν τη δυνατότητα να αντισταθούν και προτιμούσαν τις επιθέσεις σε ανυπεράσπιστες περιοχές. Συγκεκριμένα, ένα από τα πιο απάνθρωπα γεγονότα συνέβη στο χωριό Ούρφα, όπου Οθωμανοί στρατιώτες έκαψαν την αρμενική εκκλησία μαζί με 3000 άτομα που είχαν βρει καταφύγιο εκεί, ενώ όποιον επιχειρούσε να διαφύγει τον εκτελούσαν επιτόπου.
Οι σφαγές συνεχίστηκαν έως το 1897, οπότε ο Χαμίτ θεώρησε το αρμενικό ζήτημα «τετελεσμένο», καθώς πολλοί Αρμένιοι αντάρτες είτε είχαν σκοτωθεί, είτε είχαν διαφύγει στη Ρωσία. Επιπλέον κατήργησε τις αρμενικές πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις. Εκτός από τους Αρμένιους υπέστησαν διωγμούς και άλλοι λαοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η γαλλική αντιπροσωπεία αναφέρει πολλές δολοφονίες Ασσυρίων στα χωριά Ντιαρμπεκίρ, Κιφάς, Σίβας κτλ.
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο ακριβής αριθμός των θυμάτων, παρόλο που οι αναφορές των ιστορικών αναφέρουν έως και 300.000. Ο Γερμανός θεολόγος και δόκτορας ασιατικών σπουδών Johannes Lepsius (1858 - 1926), βάσει μαρτυριών και υπολογισμών, εκτιμά ότι τα θύματα ανέρχονταν περίπου στις 200.000. Ο τουρκολόγος και αξιωματούχος του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών Ernst Jaeckh (1875 - 1959) ισχυρίζεται ότι 200.000 Αρμένιοι δολοφονήθηκαν και 50.000 εξορίστηκαν. Παρόμοια είναι και η αναφορά του Γάλλου διπλωμάτη και ιστορικού Pierre Renouvin (1893 - 1974) ο οποίος εκτιμά ότι, βάσει επίσημων εγγράφων που πέρασαν από τα χέρια του, σφαγιάστηκαν 250.000 ψυχές από τις στρατιές του Χαμίτ.
Μαζί με τους Αρμένιους, μαρτυρίες αναφέρουν ότι σφαγιάστηκαν και 25.000 Ασσύριοι.
Ο διεθνής αντίκτυπος
Οι θηριωδίες εναντίον των Αρμενίων από τον εγκληματικό στρατό του Σουλτάνου Χαμίτ διαδόθηκαν γρήγορα στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. Τα νέα υποκίνησαν έντονες διαμαρτυρίες από τις ξένες κυβερνήσεις και τις ανθρωπιστικές οργανώσεις της εποχής. ΄Ένας τίτλος στην εφημερίδα «Times», το Σεπτέμβριο του 1895 αναφέρεται σε «Ολοκαύτωμα των Αρμενίων», ενώ η εφημερίδα «Catholic World» αναφέρει «΄Όλο το άρωμα της Αραβίας δεν είναι ικανό να ξεπλύνει τα χέρια της Τουρκίας, ούτως ώστε να συνεχίσει να έχει τον έλεγχο χριστιανικών εδαφών». Ο βασιλιάς του Βελγίου, Λεοπόλδος ΙΙ, είχε πει στον ΄Άγγλο πρωθυπουργό Salisbury, ότι ήταν έτοιμος να στείλει Κογκολέζικο στρατό με σκοπό να βοηθήσει τους Αρμενίους. Οι σφαγές έχουν πλέον γίνει θέμα υψηλής προτεραιότητας στην ατζέντα του Προέδρου των Η.Π.Α., Grover Cleveland (1837 - 1908). Αμερικανοί οι οποίοι ζουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως ο George Washburn (1833 - 1915), πρόεδρος του Robert College της Κωνσταντινούπολης, πιέζουν την κυβέρνηση να αναλάβει δράση. Το Δεκέμβριο του 1900 το νέο τότε πολεμικό πλοίο των Η.Π.Α., USS Kentucky ελλιμενίζεται στη Σμύρνη.
Ο καπετάνιος του πλοίου Kirkland μεταδίδει την παρακάτω προειδοποίηση προς το διοικητή της πόλης: «Αν αυτές οι σφαγές συνεχιστούν, είναι πολύ πιθανόν κάποια στιγμή να αγνοήσω τις εντολές και να βομβαρδίσω τουρκικές περιοχές». Επιπλέον Αμερικανοί της Πόλης, όπως η Julia Ward Howe (1819 – 1910), o David Josiah Brewer (1837 - 1910) και άλλοι ανθρωπιστές, μέσω του Ερυθρού Σταυρού δωρίζουν μεγάλα χρηματικά ποσά και οργανώνουν ανθρωπιστική βοήθεια για τη σωτηρία των Αρμενίων.
Στο απόγειο των σφαγών του 1896, ο Αβδούλ Χαμίτ προσπαθεί να περιορίσει τη ροή των πληροφοριών σχετικά με τα γεγονότα της Τουρκίας, έτσι απαγορεύει την έκδοση της «Harper's Weekly» λόγω των εκτενών ρεπορτάζ της.
Παρά την ευαισθητοποίηση που είχε αναπτυχθεί στην Ευρώπη σχετικά με το Αρμενικό Ζήτημα, καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν αναλάμβανε ουσιαστική δράση με σκοπό να ανακουφίσει τους Αρμένιους από τα δεινά τους. Απογοητευμένοι από τη διεθνή αδιαφορία και πνιγμένοι από το ίδιο τους το δίκιο, αντάρτες της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας καταλαμβάνουν την ευρωπαϊκών συμφερόντων Οθωμανική Τράπεζα, στις 26 Αυγούστου του 1896, με σκοπό να τραβήξουν την προσοχή της κοινής γνώμης και να πιέσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις να δράσουν αναλόγως.
Παρόλο που τα αιτήματά τους δεν γίνονται αποδεκτά, η πράξη επαινείται από την Ευρώπη και τις Η.Π.Α., οι οποίες διασύρουν διεθνώς τον Χαμίτ κατονομάζοντάς τον «φοβερό σφαγέα» και «αιματοβαμμένο Σουλτάνο». Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεσμεύονται για πολλοστή φορά να δράσουν, επιβάλλοντας νέα μέτρα υπέρ των Αρμενίων, τα οποία ωστόσο ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, λόγω των αντικρουόμενων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων της εποχής.
Μερικά χρόνια μετά, ο Αβδούλ Χαμίτ (1909) εκθρονίστηκε από τους Νεότουρκους και οι ελπίδες των Αρμενίων αναπτερώθηκαν. Παρά το γεγονός ότι καταλαμβάνουν κάποιες θέσεις στο τουρκικό κοινοβούλιο και αποκτούν ελευθερία λόγου, οι συνθήκες της καθημερινής ζωής των Αρμενίων δεν βελτιώθηκαν σε σχέση με την εποχή του Σουλτάνου.
Μετά από πέντε έτη απόλυτης υποτέλειας και άθλιας διαβίωσης, έρχεται το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1914, όπου αρχίζει να γράφεται η πλέον μαύρη σελίδα της αρμενικής ιστορίας, με άγριες σφαγές από τους Οθωμανούς, οι οποίες αποτέλεσαν τη Γενοκτονία του αρμενικού λαού του 1915.