Η Τουρκία δικάζει το έγκλημα
Του Μικαέλ Νισανιάν. Περιοδικό l'Histoire, Φεβρουάριος 2015
Απόδοση: Σουζάνα Απαρτιάν
Την περίοδο 1919-1920, η νέα τουρκική κυβέρνηση συγκροτεί ένα στρατιωτικό δικαστήριο στην Κωνσταντινούπολη για να δικάσει τους βασικούς υπαίτιους της γενοκτονίας. Οι δίκες σύντομα μετατρέπονται σε παρωδία, το αποτέλεσμα όμως δεν παύει να είναι αμελητέο. Το ερώτημα περί ευθύνης για εγκλήματα που διαπράχτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου τέθηκε μετά την υπογραφή της ανακωχής μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των κρατών της Αντάντ. Το γεγονός ότι την 1η Νοεμβρίου 1918, οι πρωτεργάτες της γενοκτονίας (ο Μεγάλος Βεζύρης Ταλαάτ Πασά, ο Ενβέρ Πασά, ο Τζεμάλ Πασά μαζί με τέσσερις ακόμα Νεότουρκους ιθύνοντες) διέφυγαν προς τη Γερμανία με το γερμανικό πλοίο Λορελέι, αποδεικνύει ότι οι ηγέτες του Κομιτάτου ΄Ένωση και Πρόοδος (ΚΕΠ), είχαν πλήρη συνείδηση της βαρύτητας των εγκλημάτων που είχαν διαπράξει.
Παρ' όλο που οι Νεότουρκοι ασκούσαν απόλυτο έλεγχο σε όλη την οθωμανική επικράτεια από το 1913, με τη φυγή των υπόδικων του ΚΕΠ απομακρύνθηκαν από την εξουσία. Στις κυβερνητικές θέσεις τοποθετήθηκαν, από τις 8 Νοεμβρίου, προύχοντες, οπαδοί της μοναρχίας ή φιλελεύθεροι, ενώ στις 13 Νοεμβρίου, τα πολεμικά πλοία των δυνάμεων της Αντάντ κατέφταναν στα ανοιχτά της Κωνσταντινούπολης. Από εκείνη τη στιγμή, κύριο μέλημα των μεταπολεμικών κυβερνήσεων ήταν η προετοιμασία των διαπραγματεύσεων για ειρήνη με τις νικήτριες δυνάμεις σε όσο το δυνατόν καλύτερες συνθήκες και ειδικά σε ό,τι αφορούσε το μέγεθος των εδαφικών απωλειών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αποκαλούμενες «αρμενικές φρικαλεότητες» είχαν μεγάλη βαρύτητα, διότι αμαύρωναν την εικόνα της Τουρκίας απέναντι στις Συμμαχικές Δυνάμεις της Αντάντ και προϊδέαζαν αρνητικά την κοινή γνώμη. Οι νέες λοιπόν οθωμανικές κυβερνήσεις προσπάθησαν, κατά κάποιο τρόπο, να χειριστούν, το θέμα των «αρμενικών φρικαλεοτήτων» και των «εγκλημάτων του ΚΕΠ», οργανώνοντας από τον Ιανουάριο του 1919, μεγάλες πολιτικές δίκες, με απώτερο σκοπό να αποκαταστήσουν το κύρος της νέας Τουρκίας από τα λάθη του προηγούμενου καθεστώτος.
Εκείνη την εποχή, και μέχρι τη νίκη του Μουσταφά Κεμάλ το 1922, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφισβήτηση από την πλευρά των επίσημων αρχών της Κωνσταντινούπολης, όσον αφορά το ζήτημα του μηχανισμού εξόντωσης και της κρατικής ευθύνης. Στις 13 Δεκεμβρίου 1918, ο Υπουργός Εσωτερικών, Μουσταφά Αρίφ (Ντεϊμέρ), δήλωνε στην εφημερίδα Βακίτ: «Στη διάρκεια του πολέμου, οι κυβερνώντες, εφάρμοσαν, με εγκληματικές προθέσεις, το νόμο της εκτόπισης, κατά τρόπο που ξεπερνούσε τα κακουργήματα και των πλέον αιμοσταγών ληστών. Αποφάσισαν να εξολοθρεύσουν τους Αρμενίους και τους εξολόθρευσαν. Η απόφαση αυτή πάρθηκε από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΕΠ και εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση».
Δίκη στην Κωνσταντινούπολη
Η πρώτη δίκη ξεκίνησε στις 5 Φεβρουαρίου 1919. Αφορούσε στα εγκλήματα που διαπράχτηκαν κατά του αρμενικού πληθυσμού στο καντόνι του Γιοζγκάτ, στην επαρχία της ΄Άγκυρας. Τον Ιούλιο του 1915, ο πρώην αντινομάρχης του Γιοζγκάτ, Κεμάλ μπέης, αναμείχθηκε προσωπικά στην οργάνωση μιας από τις μεγαλύτερες «τοποθεσίες-σφαγεία» της επαρχίας Μπογαζλιγιάν, όπου εξοντώθηκαν χιλιάδες Αρμένιοι από τις ομάδες της Ειδικής Οργάνωσης.
Κατά τη διάρκεια της δίκης ήρθαν στην επιφάνεια τα εξής στοιχεία: ο αντινομάρχης και οι τοπικές αστυνομικές δυνάμεις έδρασαν με διαταγή του Υπουργείου Εσωτερικών και του ΚΕΠ, ο γραμματέας του κόμματος και ο κυβερνήτης της επαρχίας της ΄Άγκυρας, μετέβησαν στο Γιοζγκάτ για να εποπτεύσουν την οργάνωση των εκτοπίσεων και των σφαγών. Η εναλλακτική πιθανότητα που δινόταν στους Αρμενίους να αλλαξοπιστήσουν για να σωθούν ήταν απάτη και η άποψη περί «αρμενικής εξέγερσης» ήταν καθαρή επινόηση.
Στις 8 Απριλίου 1919, το Στρατιωτικό Δικαστήριο καταδίκασε τον Κεμάλ Μπέη στην ποινή του θανάτου. Εκτελέστηκε στην πλατεία Μπαγιαζίτ στις 10 Απριλίου, παρουσία ανώτερων αξιωματούχων και πλήθους 10 000 ατόμων που είχαν έρθει να αποδώσουν τιμή στον «αθώο μάρτυρα». Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: «Ζήτω οι μουσουλμάνοι και η Τουρκία. Θάνατος στους Αρμένιους, τους αιώνιους εχθρούς της αυτοκρατορίας».
Το αποκορύφωμα αυτής της επιχείρησης αποδόμησης του ΚΕΠ, ήταν η μεγάλη δίκη των ιθυνόντων τους που άρχισε στις 28 Απριλίου 1919. Παρ'όλο που οι βασικοί υπαίτιοι της γενοκτονίας παρέμεναν ασφαλείς στο εξωτερκό, μακριά από την Κωνσταντινούπολη, οι αρχές είχαν στα χέρια τους δώδεκα προσωπικότητες, πρώτους τη τάξει, μέλη του Κεντρικής Επιτροπής του ΚΕΠ, της ανώτατης πολιτκής αρχής των Νεότουρκων, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτοί οι δώδεκα άνδρες, είχαν συμμετάσχει στη συλλογική απόφαση εξόντωσης του αρμενικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας και αυτή ακριβώς ήταν η κύρια κατηγορία. Οι δικαστές όμως έκαναν ένα σαφή διαχωρισμό. Θεώρησαν τους εννέα διαφυγόντες υπόδικους ως βασικούς υπεύθυνους και τους δώδεκα παρόντες ως «συνένοχους». ΄Ένας βολικός διαχωρισμός, χάρη στον οποίο, όλο το βάρος των εγκλημάτων, όπως και ενδεχόμενες καταδίκες σε θάνατο, έπεφτε στους απόντες, ενώ οι ποινές των παρόντων ήταν αμελητέες.
Με βάση το κατηγορητήριο που απαγγέλθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης συνεδρίασης στις 28 Απριλίου 1919, το ΚΕΠ έφερε ολοκληρωτική ευθύνη για τα ακόλουθα σημεία: οργάνωση συγκεκριμένου σχεδίου με απώτερο σκοπό την εξόντωση όλου του αρμενικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας, χειραγώγηση της κοινής γνώμης σχετικά με την «αρμενική εξέγερση» ή τις εκτοπίσεις που έγιναν για λόγους στρατιωτικής ασφάλειας, πλήρης έλεγχος του κρατικού μηχανισμού για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής εξόντωσης του αρμενικού πληθυσμού.
Με το πέρας επτά συνεδριάσεων, ένα απρόοπτο γεγονός έλαβε χώρα στις 28 Μαϊου 1919. Οι βρετανικές αρχές, αποφάσισαν ομόφωνα να μεταφέρουν από την Κωνσταντινούπολη στη Μάλτα 67 κρατούμενους του ΚΕΠ. Η Οθωμανική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να απελευθερώσει 41 κρατούμενους, μετά τις βίαιες διαδηλώσεις των οπαδών του ΚΕΠ. Η απόφαση όμως των Βρετανών για τη μεταφορά αυτή υπαγορεύτηκε και από ένα άλλο λόγο καθώς είχαν εναντιωθεί από την αρχή στις δίκες που θα διεξάγονταν από τις οθωμανικές αρχές. Θεωρούσαν πως αυτά τα «εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας» που καταγγέλθηκαν δημόσια από τις 24 Μαϊου του 1915, θα έπρεπε να εκδικαστούν από τις Δυνάμεις της Αντάντ, υπό την εποπτεία Ανώτατου Διεθνούς Δικαστηρίου. Εξ'άλλου, η αδυναμία απόδοσης δικαιοσύνης από τις οθωμανικές αρχές επιβεβαίωνε τους φόβους των βρετανικών αρχών. Τελικά, το Ανώτατο αυτό Διεθνές Δικαστήριο δεν συνήλθε ποτέ λόγω εσωτερικών διαφωνιών μεταξύ των Δυνάμεων της Αντάντ. Στις 3 Ιουνίου 1919, στη διάρκεια της όγδοης συνεδρίασης της δίκης, στην Κωνσταντινούπολη είχαν μείνει μόνο τρεις κατηγορούμενοι, μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΕΠ, ενώ δώδεκα εξ αυτών είχαν διαφύγει και οι υπόλοιποι εννέα είχαν μεταφερθεί από τους Βρετανούς στη Μάλτα. Το δικαστήριο ανακοίνωσε την ετυμηγορία του στις 5 Ιουλίου 1919. Ο Ταλαάτ, Ενβέρ, Τζεμάλ και Ναζίμ καταδικάστηκαν εις θάνατον ερήμην. ΄Όλοι οι υπόλοιποι αθωώθηκαν ή καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης ερήμην. Από τους τρεις υπόδικους που ήταν παρόντες, ο μόνος που καταδικάστηκε σε κάθειρξη, ήταν ο πρώην υπουργός Θρησκευμάτων (σεϊχ) Μουσά Καζίμ, ένα πρόσωπο δευτερεύουσας σημασίας, ενώ οι άλλοι δύο αφέθηκαν ελεύθεροι.
Το τρίτο μέρος της προσπάθειας να αποδοθεί δικαιοσύνη, άρχισε στις 21 Ιουνίου με τις δίκες των «γραμματέων» και «εκπροσώπων» του ΚΕΠ, των πανίσχυρων αυτών αντιπροσώπων του κόμματος στην επαρχία που επέβαλαν τις οδηγίες τους στους κυβερνήτες των επαρχιών, όσον αφορά κυρίως την εποπτεία στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων εξόντωσης των Αρμενίων.
Παράλληλα, στην Κωνσταντινούπολη, άρχισαν οι δίκες των υπαιτίων στις επαρχίες που διήρκεσαν μέχρι τον Ιούλιο του 1920. Οργανώθηκαν και άλλες δίκες στην επαρχία οι οποίες όμως κατέληξαν σε έναν αμελητέο αριθμό από καταδίκες. Μόνο το στρατιωτικό δικαστήριο επιφορτισμένο για εγκλήματα που διαπράχτηκαν στην περιοχή του Ερζιντζάν, απήγγειλε τη δεύτερη καταδίκη σε θάνατο, αυτήν του Χαφίζ Αμπντουλάχ Αβνί, γραμματέα της Χωροφυλακής του Ερζιντζάν το 1915. Εκτελέστηκε στις 22 Ιουλίου 1920. Τα τελευταία του λόγια, στην πλατεία Μπαγιαζίντ, ήταν: «Μακροζωία στο κόμμα ΄Ένωση και Πρόοδος! Εξοντώνοντας τους Αρμενίους, προσέφερα μια μεγάλη υπηρεσία στη χώρα μου». Οι εκτελέσεις αυτές, καθώς έλαβαν χώρα μερικές μόνο μέρες πριν την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, στις 10 Αυγούστου 1920, φανερώνουν και τις προθέσεις της κυβέρνησης. Με την επικύρωση των καταστροφικών όρων που επέβαλε η Συνθήκη, η δικαστική διαδικασία έπαψε πλέον να έχει λόγο ύπαρξης. Η Οθωμανική αυτοκρατορία έχανε τα τέσσερα πέμπτα της εδαφικής της επικράτειας και κυρίως τις αραβικές επαρχίες και την Αρμενία. Η κυβέρνηση, η εξουσία της οποίας περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της, έκρινε πως δεν ήταν πλέον αναγκαίο να δοθεί συνέχεια. Κατά το διάστημα αυτό, στις ανατολικές επαρχίες, τα παλιά μέλη του ΚΕΠ, υπό τις διαταγές του Μουσταφά Κεμάλ, ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον πόλεμο κατά της Ελλάδας και της Αρμενίας, ενώ οι ΄Έλληνες και οι διασωθέντες Αρμένιοι της Ανατολίας είχαν απελαθεί ή σφαγιαστεί.
Τελικά, η κινητοποίηση των μεταπολεμικών τουρκικών κυβερνήσεων με την ελπίδα να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη, είτε στο εσωτερικό, είτε στις εξωτερικές σχέσεις, δεν επέφερε τα αναμενόμενα. Οι δυνάμεις της Αντάντ έκριναν πως η διαδικασία αυτή ήταν πολύ επιφανειακή για να πιστωθεί προς όφελος των νέων οθωμανικών αρχών και γι'αυτό δεν την έλαβαν υπ'όψιν τους στους σκληρούς όρους που επέβαλαν στη Συνθήκη των Σεβρών.
Όσον αφορά στην τουρκική κοινή γνώμη, στην πλειονότητά της, δεν στάθηκε αλληλέγγυη ούτε στους φιλελεύθερους, ούτε στους συντηρητικούς, αντιθέτως, συνασπίστηκε με τους Ενωτικούς (του ΚΕΠ) και δικαιολόγησε τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Παρ'όλο που οι βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 1920 στιγματίστηκαν από σοβαρές παρατυπίες (οι Νεότουρκοι, είχαν ακόμα υπό τον έλεγχό τους την διοίκηση των επαρχιών), αποδείχτηκε πως το πνεύμα των Ενωτικών ήταν βαθιά ριζωμένο.
Παρωδία δικαιοσύνης;
Η οργάνωση της δίκης από τη νέα κυβέρνηση, αποκάλυψε ουσιαστικά τη μεγάλη δυσκολία για επιβολή ποινών στους εγκληματίες και απόδοσης αποζημιώσεων, έστω συμβολικών, στα πλαίσια ενός μηχανισμού γενοκτονίας που τέθηκε σε ισχύ και αφορούσε σχεδόν 2 εκατομμύρια θύματα και θύτες. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της περιόδου 1919-1920 στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε να δυσχεράνει τη αδυναμία του πολιτικού εγχειρήματος για πολλούς λόγους. Ο πρώτος οφείλεται στην παρουσία, τόσο στον διοικητικό, όσο και στον στρατιωτικό τομέα, Ενωτικών στελεχών, αποφασισμένων να υπερασπιστούν με οποιοδήποτε τίμημα, τους κατηγορούμενους συντρόφους τους. Η κατάσταση αυτή επέφερε δυσάρεστες συνέπειες όσον αφορά στην οργάνωση της δίκης, δεδομένου ότι πολλά σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία, ακόμα και υπόδικοι μεγάλου βεληνεκούς, εξαφανίστηκαν χάρη στη συνέργεια Ενωτικών αξιωματούχων.
Μια άλλη μεγαλύτερη δυσκολία αφορούσε στις πολιτικές αντιρρήσεις που ενστερνίζονταν οι νέες οθωμανικές κυβερνήσεις. Ναι μεν επιθυμούσαν να δυσφημίσουν το ΚΕΠ στην κοινή γνώμη, δεν ήθελαν όμως να υποσκάψουν το πολιτικό τους μέλλον προχωρώντας σε μαζικές εκτελέσεις Ενωτικών αξιωματούχων. Αποτέλεσμα: τρεις μόνο ιθύνοντες (δευτερεύουσας σημασίας) από την επαρχία καταδικάστηκαν στην ποινή θανάτου, ενώ οι άλλοι καταδικασθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι με την άφιξη των Κεμαλιστών στην πρωτεύουσα, το 1923.
Τελικά, η ανάδειξη και κατόπιν η επικράτηση του εθνικού απελευθερωτικού κινήματος, υπό την καθοδήγηση του Μουσταφά Κεμάλ από τον Ιούλιο του 1919, αποτελούσαν ένα επιπλέον εμπόδιο στην ομαλή διεξαγωγή των δικών. ΄Όσο η ένοπλη αντίσταση, καθοδηγούμενη από τους Ενωτικούς που εναντιωνόταν στο διαμοιρασμό της Ανατολίας, κέρδιζε έδαφος κατά τη διάρκεια του 1919 – και ειδικά μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920 -, τόσο διστακτική φαινόταν η εξουσία στην Κωνσταντινούπολη να επιβάλλει πραγματκές ποινές στους υπόδικους Ενωτικούς. Η συσσώρευση των δυσκολιών που προαναφέρθηκαν παρεμπόδισαν την ομαλή διεξαγωγή των δικών που σύντομα μετατράπηκαν σε δικαστικές φάρσες.
Και όμως, παρά τις αντιξοότητες που αμαύρωσαν την αξιοπιστία τους, οι δίκες αυτές διαθέτουν ορισμένα θετικά στοιχεία. Για πρώτη φορά στην οθωμανική ιστορία, ασκήθηκαν διώξεις σε μουσουλμάνους, ανώτερους αξιωματούχους και μέλη μιας κυβέρνησης και ενίοτε καταδικάστηκαν για μαζικά εγκλήματα που διέπραξαν εναντίον χριστιανών.
Επίσης, οι δίκες αυτές επιβεβαίωσαν, συμβολικά τουλάχιστον, μια απαίτηση για δικαιοσύνη. Η περίοδος 1919-1920, είναι μέχρι σήμερα, η μόνη στην ιστορία της Τουρκίας όπου μέλη της κυβέρνησης, δικαστές, όπως και μέρος της κοινής γνώμης και του Τύπου, καταδίκασαν ανοιχτά τις εγκληματικές ενέργειες που διέπραξαν οι Ενωτικοί απέναντι στους Αρμένιους. Η διάσημη συγγραφέας Χαλίντ Εντίπ Αντιβάρ, προσκείμενη στο ΚΕΠ, η οποία συμμετείχε στο πρόγραμμα «εκτουρκισμού» αρμενοπαίδων ως επικεφαλής ορφανοτροφείου στο Λίβανο κατά τη διάρκεια του πολέμου, δε δίστασε να γράψει στις 21 Οκτωβρίου 1918 στην εφημερίδα Βακίτ: «Σφαγιάσαμε έναν άκακο πληθυσμό. (...) Επιχειρήσαμε να αφανίσουμε τους Αρμενίους με μεσαιωνικές μεθόδους».
Τελικά, από ιστορικής απόψεως, οι δίκες αυτές επέτρεψαν τη συλλογή και κοινοποίηση ενός μεγάλου αριθμού επίσημων, επικυρωμένων εγγράφων, σχετικών με την εξολόθρευση των Αρμενίων, παρά τις πολυάριθμες απόπειρες που έγιναν κατά τη διάρκεια της δίκης, να καταστραφούν ή να αποκρυβούν τα πλέον ενοχοποιητικά αρχεία.
Απέναντι στη σιωπή ή την άρνηση των κατηγορουμένων, οι δικαστές κατάφεραν να παρουσιάσουν συχνά υπογεγραμμένες διαταγές, επίσημα τηλεγραφήματα προερχόμενα από τη διοίκηση για να αποδείξουν την εμπλοκή των οθωμανικών αρχών και των ηγετών του ΚΕΠ και της Ειδικής Οργάνωσης στο μηχανισμό της γενοκτονίας. Η δημοσίευση αυτών των επικυρωμένων επίσημων εγγράφων και των δικογραφιών στην οθωμανική «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» και στον Τύπο, αποκτούν μέγιστη σημασία έφ'όσον τα πρωτότυπα, ακόμα και μέχρι σήμερα, δεν είναι προσβάσιμα, είτε διότι καταστράφηκαν μετά το 1922, είτε επειδή είναι αρχειοθετημένα σε κρυφά αρχεία στα οποία οι ερευνητές δεν έχουν πρόσβαση.
*Ο Μικαέλ Νισανιάν εργάζεται ως συντηρητής στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας.
Το βιβλίο του «Η εξόντωση των Αρμενίων. Ιστορία μιας γενοκτονίας», εκδόθηκε το 2015 από τις εκδόσεις Puf.