Αποδοχή χρήσης τεχνικών cookies       - Σχετική Νομοθεσία -

Απ’ το Μουσά Λερ...στην Κοκκινιά

Της Κουήν Μινασιάν

Τεύχος 67 Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010

Το μά­θη­μα της ι­στο­ρί­ας στα σχολεί­α εν­θου­σιά­ζει ό­λο και λι­γό­τε­ρο τους μι­κρούς μα­θη­τές. Η ο­γκώ­δης ύ­λη των βι­βλί­ων πα­ρα­μέ­νει ξέ­νη και α­πό­μα­κρη, ξε­ρό πα­ρελ­θόν. Ό­ταν ό­μως την α­φη­γείται μια ζω­ντα­νή μάρ­τυ­ρας των γε­γο­νό­των, γί­νε­ται βί­ω­μά μας, γό­νι­μο πα­ρόν μας και… μας α­φο­ρά. Η για­γιά του Χα­ρούτ και της Ντιάν­νας, η κυ­ρί­α Α­ρα­ξή ει­σέβα­λε γλυ­κά στη ζω­ή μας μέ­σα α­πό το μά­θη­μα της ε­νερ­γής ι­στο­ρί­ας και μας συνε­πή­ρε με την α­λή­θειά της, με τη α­πέ­ριτ­τη και σε­μνή α­φή­γη­σή της. Ή­ταν πα­ράλ­λη­λα και μά­θη­μα στά­σης ζω­ής, για­τί μά­θα­με πως ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο νιώ­θεις, τόσο λι­γό­τε­ρο χρειά­ζε­σαι τα βα­ρε­τά, στομ­φώ­δη και πο­μπώ­δη λό­για…

Με λέ­νε Α­ρα­ξή Πα­μπου­κιάν - Μπο­γο­σιάν. Γεν­νή­θη­κα 26 Ια­νουα­ρί­ου 1939 στο Ι­ντέρ του Μου­σά Λερ. Θα σας δι­η­γη­θώ α­πό την αρ­χή την ι­στο­ρί­α της οι­κο­γέ­νειάς μου, ό­πως μου την δι­η­γήθη­καν οι δι­κοί μου πολ­λές φο­ρές, αλ­λά στη συ­νέ­χεια κι ό­πως την έ­ζη­σα ε­γώ..

-Ο πα­τέ­ρας μου λε­γό­ταν Ο­βαν­νές Πα­μπου­κιάν. Οι ρί­ζες των γο­νιών του κρα­τούσαν α­πό τα Ά­δα­να και α­πό το Α­ντάπ. Κα­τά τη διάρ­κεια της γε­νο­κτο­νί­ας του 1915 ο πα­τέ­ρας μου ή­ταν 14 ε­τών. Οι γο­νείς του, δη­λα­δή ο παπ­πούς και η για­γιά μου Άν­να, ά­φη­σαν τη τε­λευ­ταί­α τους πνο­ή στους δρό­μους της ερή­μου. Ο πα­τέ­ρας μου και ο Μπο­γός, ο α­δελ­φός του 12 ε­τών, σώ­θη­καν χά­ρη στις φροντί­δες αρά­βων γυ­ναι­κών. Δεν γνω­ρί­ζου­με τι έ­γι­νε η α­δελ­φή τους και θεί­α μου Ι­σκου­ή Πα­μπου­κιάν, αν πέ­θα­νε ή αν σώ­θη­κε α­πό άλ­λους. Πο­τέ δεν μά­θα­με. Οι γυ­ναί­κες λοι­πόν των Αρά­βων έκρυ­ψα­ν τον πα­τέ­ρα μου και τον α­δελ­φό του πί­σω α­πό σω­ρούς με ξύ­λα και ξε­ρά χόρ­τα. Αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν α­πο­μα­κρύν­θη­καν οι Τούρ­κοι, τους πή­ραν για πα­ρα­παί­δια στο σπί­τι τους, να κά­νουν τις μι­κρο­δου­λειές. Τους φέρ­θη­καν ευ­γε­νι­κά και έ­δει­ξαν κα­τα­νό­η­ση στο πό­νο τους. Έ­ζη­σαν με­ρικά χρό­νια ε­κεί και ό­ταν έ­μα­θαν ό­τι στο βου­νό Μου­σά Λερ υ­πήρ­χαν τα μο­να­δι­κά πια σε ό­λη την Κι­λι­κί­α αρ­μενι­κά χω­ριά, ζή­τη­σαν να φύ­γουν για να βρουν τους συ­μπα­τριώ­τες τους. Το 1919 ο πα­τέ­ρας μου ή­ταν 18 χρο­νών, ό­ταν πια έ­φτα­σαν στο Ι­ντέρ. Ο πα­τέ­ρας μου ή­ταν κα­λός μά­στο­ρας μυ­λό­πε­τρας, ή­ταν κα­λός χει­ρο­τέ­χνης γε­νι­κά και πο­λύ ερ­γα­τι­κός. Στο Ι­ντέρ γί­νε­ται λοι­πόν μυ­λω­νάς.

-Η μη­τέ­ρα μου λε­γόταν Ντι­ρου­ή Ι­πρα­τζιάν του Μπε­ντρός και της Μα­ριάμ. Γεν­νή­θη­κε το 1912 σε έ­να από τα χω­ριά του Μου­σά Λερ, το Ι­ντέρ. Εί­χε 7 αρ­μενι­κά χω­ριά: Ι­ντέρ, Χι­ντιρ­μπάκ, Βε­ρίν Ταγ, Κε­σάπ, Μπερ­τιάς, Βακίφ και άλ­λο ένα που δεν θυ­μά­μαι τώ­ρα.

Ξε­κι­νά­ει η γε­νο­κτο­νί­α του 1915. Λί­γο πριν εί­χε έρ­θει, λέ­ει, έ­νας Αρ­μέ­νιος α­πό τη Γαλ­λί­α με τη γυ­ναί­κα του ε­πί­σκε­ψη στο Μου­σά Λερ. Έ­τσι έ­τυ­χε να εί­ναι και αυ­τός ε­κεί στα γε­γο­νό­τα. Θαρ­ρώ πως τον έ­λε­γαν Για­γου­πιάν ή Γε­σα­ή. Αυ­τός καλεί σε συμ­βού­λιο τους πα­πά­δες, δα­σκά­λους, πρού­χο­ντες, γραμ­μα­τι­ζού­με­νους, ό­σους εί­χαν ε­ξου­σί­α ή ά­πο­ψη α­πό ό­λα τα αρ­με­νι­κά χω­ριά του Μου­σά Λερ και με προ­τρο­πή του α­πο­φα­σί­ζουν να μη πα­ρα­δο­θούν στους Τούρ­κους. Η μοί­ρα των Αρμε­νί­ων της Κι­λι­κί­ας και δυ­τι­κής Αρ­με­νί­ας εί­χε γί­νει πια γνω­στή. Το Μουσά Λερ εί­χε πυ­κνά δά­ση και μό­νο οι ντό­πιοι Αρ­μέ­νιοι ή­ξε­ραν τα μο­νο­πά­τια. Στο συμ­βού­λιο αυ­τό α­πο­φα­σί­ζουν να α­νέ­βουν ό­λοι στο βου­νό για να προ­στα­τευ­θούν. Δεν πα­ρέ­δω­σαν ού­τε τους νέ­ους ά­ντρες που έ­πρε­πε τό­τε να κα­τα­τα­γούν στο Ο­θω­μα­νι­κό στρα­τό, για­τί ή­ταν σί­γου­ροι ότι θα πά­νε χα­μέ­νοι. Φεύ­γουν ό­λοι μα­ζί πο­λύ κα­λά προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι και ορ­γα­νω­μέ­νοι, δη­λα­δή αρ­κε­τές χι­λιά­δες κό­σμος α­πό τα 7 χω­ριά. Η μη­τέ­ρα μου Ντι­ρου­ή ή­ταν μό­λις 3 ε­τών, την φόρ­τω­σαν πά­νω στο μου­λά­ρι. Μα­ζεύ­ουν λοι­πόν ό­λα ό­σα μπο­ρού­σαν, φορ­τώ­νουν γα­ϊ­δού­ρια και μου­λά­ρια και α­νε­βαί­νουν ψη­λά, ε­κεί που α­ραιώ­νει το δά­σος, ό­που και κατα­σκη­νώ­νουν. Ή­ταν κα­λο­καί­ρι ευ­τυ­χώς. Πή­ραν μα­ζί τους και τα ζω­ντα­νά τους, κα­τσί­κια κυ­ρί­ως και αρ­νιά και ό­τι άλ­λο α­πα­ραί­τη­το. Εί­χαν μα­ζί τους α­κό­μη και «γερ­γκάν­κ», έ­να ερ­γα­λεί­ο σαν α­το­μι­κός μύ­λος, που α­πο­τε­λεί­ται α­πό μι­κρές μυ­λό­πε­τρες και χρη­σι­μεύ­ει για να α­λέ­θουν οι γυ­ναί­κες το πλι­γού­ρι. Οι άντρες, έ­τσι και ο παπ­πούς μου ο Μπε­ντρός, φυ­λά­γα­νε σκο­πιά σε ό­λα τα μο­νο­πάτια που έρ­χο­νταν α­πό κά­τω. Για ό­πλα εί­χαν ό­τι εί­χαν α­πό πριν για κυ­νή­γι, αλ­λά έ­φτια­χναν και α­πό μό­νοι τους «ιν­κνα­σέν ζεν­κέρ» (αυ­το­σχέ­δια ό­πλα και σφαί­ρες). Οι Τούρ­κοι ε­πι­τέ­θη­καν πολ­λές φο­ρές α­πό χα­μη­λά, πυ­ρο­βο­λού­σαν ή έ­ριχναν με κα­νό­νια, ό­μως δεν κα­τά­φε­ραν να τους προ­σεγ­γί­σουν, για­τί δεν ή­ξε­ραν τα μο­νο­πά­τια. Συ­νο­λι­κά μό­νο 18 δι­κά μας πα­λι­κά­ρια σκο­τώ­θη­καν, θυ­σιά­στη­καν για ό­λους.

Το φα­ΐ λι­γό­στευε. Οι νέ­ες γυ­ναί­κες, αυ­τές που ή­ταν α­νύ­πα­ντρες ή δεν εί­χαν μω­ρά παι­διά, με τη συ­νο­δεί­α λί­γων α­ντρών κα­τέ­βαι­ναν τις νύ­χτες στα χω­ριά για να φέ­ρουν φα­γώ­σι­μα. Η γη τους ή­ταν πο­λύ γό­νι­μη, με πολ­λά νε­ρά που κα­τέ­βαι­ναν α­πό το βου­νό. Εί­χαν πολ­λά δέ­ντρα, συ­κιές, ρο­διές, μου­ριές, ε­λιές, μα­νταρι­νιές, ο­πω­ρο­φό­ρα δέ­ντρα, α­μπέ­λια και πολ­λά άλ­λα. Οι α­πο­θή­κες των σπι­τιών γε­μά­τες σι­τά­ρι, α­λεύ­ρι, κρα­σιά, στα­φί­δες, ξε­ρά σύ­κα και ποιος ξέ­ρει τι άλ­λα. Κά­ποια φο­ρά τη νύ­χτα, στην ε­πι­στρο­φή α­πό τα χω­ριά, πιά­νε­ται το «τσου­χά» -πα­νω­φό­ρι- ε­νός ά­ντρα σε έ­να κλα­δί. Αυ­τός νο­μί­ζει ό­τι τον έ­πια­σαν οι Τούρ­κοι. Βά­ζει τό­τε το ό­πλο προς τα πί­σω και πυ­ρο­βο­λεί, σκί­ζε­ται το «τσου­χά» και σώ­νε­ται. Βλέ­πει με­τά ό­τι ή­ταν μό­νο έ­να κλα­δί, γε­λά­νε ό­λοι μα­ζί.

Οι Τούρ­κοι α­πό τα με­σό­γεια δεν εί­χαν στα­μα­τή­σει να ρί­χνουν με κα­νό­νια. Από τη με­ριά της θά­λασ­σας δεν εί­χε Τούρ­κους. Οι ά­ντρες βλέ­πουν να περ­νούν πλοί­α με γαλ­λι­κές ή αγ­γλι­κές ση­μαί­ες. Α­πο­φα­σί­ζουν να ζη­τή­σουν βο­ή­θεια α­πό τη θά­λασ­σα. Εί­ναι Αρ­μέ­νιοι, πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νοι α­πό Τούρ­κους και μό­νο α­πό τη με­ριά της θά­λασ­σας ελ­πί­ζουν για σω­τη­ρί­α. Πά­νω σε τε­ρά­στια σε­ντό­νια -σαν πα­νό- γρά­φουν: «Ό­ποιος α­γα­πά­ει τον Θε­ό ας μας σώ­σει». Κρε­μούν αυ­τά τα σε­ντόνια πά­νω α­πό α­πό­το­μους γυ­μνούς βρά­χους που κοι­τού­σαν προς τη θά­λασ­σα. Τις νύ­χτες ά­να­βαν φω­τιές, μή­πως και τους προ­σέ­ξουν α­πό τα πλοί­α. Κά­ποια στιγμή πλη­σιά­ζει έ­να γαλ­λι­κό πλοί­ο, το «Ντου­σέν», ο κα­πε­τά­νιος εί­ναι Γαλ­λο­αρμέ­νιος. Τη νύ­χτα συ­νεν­νο­ού­νται με φω­τά­κια και τη μέ­ρα με αυ­τό­σχέ­δια μεγά­φω­να. Ο κα­πε­τά­νιος ζη­τά κά­ποια α­ντι­προ­σω­πεί­α τους για να μι­λή­σουν. Οι Μου­σα­λερ­τσί Αρ­μέ­νιοι α­πο­φα­σί­ζουν πως, αν δεν γυ­ρί­σει η α­ντι­προ­σω­πεί­α ή δεν έρ­θει βο­ή­θεια, δεν έ­χουν άλ­λη λύ­ση, θα ρί­ξουν γυ­ναί­κες, παι­διά, γέ­ρους και α­δύ­να­μους στη θά­λασ­σα, ε­νώ οι ά­ντρες θα ορ­γα­νώ­σουν η­ρω­ι­κή κά­θο­δο, βέ­βαιοι πως θα πε­θά­νουν ό­λοι, αλ­λά του­λά­χι­στον θα προ­κα­λού­σαν και αυ­τοί α­πώ­λειες στον ε­χθρό. Η α­ντι­προ­σω­πεί­α κα­τε­βαί­νει στο πλοί­ο, τους πη­γαί­νουν στο λι­μά­νι, ε­κεί ε­ξι­στο­ρούν τα γε­γο­νό­τα στους Γάλ­λους και 1-2 νύ­χτες με­τά έρ­χο­νται γαλ­λι­κά πλοί­α για να πα­ρα­λά­βουν τον κό­σμο. Στα πλοί­α μπαί­νουν πρώ­τα τα παι­διά, οι γυ­ναί­κες, οι γη­ραιό­τε­ροι και φυ­σι­κά οι τραυ­μα­τί­ες. Οι ά­ντρες μένουν ο­πι­σθο­φυ­λα­κή μέ­χρι να έρ­θουν κι άλ­λα πλοί­α να τους πα­ρα­λά­βουν. Ό­ταν ξα­νάρ­θαν τα πλοί­α, οι Τούρ­κοι τα βομ­βάρ­δι­ζαν α­πό τη στε­ριά κρυμ­μέ­νοι μέσα σε μια αρ­με­νι­κή εκ­κλη­σί­α, με α­πο­τέ­λε­σμα να τραυ­μα­τι­στούν αρ­κε­τοί Μου­σαλερ­τσί, α­νά­με­σά τους ο α­δερ­φός της για­γιάς μου Μα­ριάμ, αλ­λά πο­λύ βα­ριά και ο ά­ντρας της, ο πα­τέ­ρας της μά­νας μου. Οι Γάλ­λοι ζη­τούν ά­δεια α­πό τους Μουσα­λερ­τσί να βομ­βαρ­δί­σουν την αρ­με­νι­κή εκ­κλη­σί­α για να στα­μα­τή­σουν τους Τούρ­κους. Οι Αρ­μέ­νιοι δί­νουν τη συ­γκα­τά­θε­σή τους, η εκ­κλη­σί­α με τους Τούρκους μέ­σα α­να­τι­νά­ζε­ται και έ­τσι σώ­ζο­νται α­πό τα ε­χθρι­κά πυ­ρά. Ή­ταν Σε­πτέμ­βρης του 1915 ό­ταν ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε η ε­πι­χεί­ρη­ση σω­τη­ρί­ας. Εί­χαν μεί­νει πε­ρίπου 40 η­μέ­ρες ε­κεί στο Μου­σά Λερ.

Οι Γάλ­λοι τους πη­γαί­νουν στο Πορ­τ Σά­ι­ντ της Αι­γύ­πτου, ό­που μέ­νουν πε­ρί­που 4 χρό­νια σε στρα­τό­πε­δα. Οι τραυ­μα­τί­ες με­τα­φέ­ρο­νται χώ­ρια. Έ­τσι χά­νο­νται τα ί­χνη τους. Η ζω­ή στο Πορ­τ Σά­ι­ντ ή­ταν πο­λύ δύ­σκο­λη. Η θλί­ψη του ξε­ρι­ζω­μού, η πεί­να, αλ­λά ι­δί­ως η ε­λο­νο­σί­α ε­ξό­ντω­σαν πολ­λούς δι­κούς μας.

Το ’18 ή ’19 οι Γάλ­λοι α­να­κοι­νώ­νουν στους Αρ­μενίους πως η πε­ριο­χή του Μουσά Λερ εί­ναι προ­τε­κτο­ρά­το τους και πως μπο­ρούν ά­φο­βα να ε­πι­στρέ­ψουν, αν θέλουν. Φυ­σι­κά και ό­λοι ε­πι­στρέ­φουν πί­σω στα χω­ριά τους. Πολ­λά α­πό τα σπί­τια τα βρή­καν κα­τε­στραμ­μέ­να, λε­η­λα­τη­μέ­να, τα χω­ρά­φια εί­χαν μεί­νει χέρ­σα, α­καλλιέρ­γη­τα και πο­δο­πα­τη­μέ­να για πολ­λά χρό­νια. Μα σι­γά σι­γά ξα­να­στή­νουν το βιός τους. Προ­κομ­μέ­νοι άν­θρω­ποι. Η πε­ριο­χή ξα­ναν­θί­ζει. Ε­κτός α­πό τη γη που ή­ταν πλού­σια και γό­νι­μη, το Μου­σά Λερ εί­χε τε­ρά­στια πυ­κνά δά­ση. Έ­κα­ναν λοιπόν ε­μπό­ριο ξυ­λεί­ας και κάρ­βου­νου. Το κλί­μα βο­η­θού­σε και εί­χαν πολ­λές μου­ριές, έ­τσι εί­χαν πλή­ρη με­τα­ξουρ­γί­α, α­πό την ε­κτρο­φή του με­τα­ξο­σκώ­λη­κα έως και την υ­φα­ντουρ­γί­α. Ε­πί­σης α­πό κό­κα­λα ζώ­ων έ­φτια­χναν ό­μορ­φες χτέ­νες και στο­λί­δια για τα μαλ­λιά. Εί­χε δου­λειά για ό­λους, ά­ντρες και γυ­ναί­κες, στη γη, στην πα­ρα­γω­γή, στο ε­μπό­ριο… Τό­τε ή­ταν που ήρ­θαν στο Ι­ντέρ ο πα­τέ­ρας μου με τον α­δερ­φό του. Δια­σώ­θη­καν α­πό ο­λά­κε­ρη γε­νο­κτο­νί­α. Ο πα­τέ­ρας μου 18 χρο­νών πια, α­νέ­λα­βε το νε­ρό­μυ­λο του χω­ριού.

Ό­ταν η Ντι­ρου­ή ή­ταν 8 ε­τών, η μά­να της η Μα­ριάμ (η για­γιά μου) εί­δε να ε­πι­στρέφει σώ­ος ο ά­ντρας της Μπε­ντρός και ο α­δελ­φός της. Τό­σα χρό­νια εί­χαν χά­σει την ελ­πί­δα, τους θε­ω­ρού­σαν νε­κρούς, τους εί­χαν πεν­θή­σει σιω­πη­λά. Α­πό την χαρά της η καρ­διά της δεν α­ντέ­χει και σβή­νει ε­πί τό­που. Ή­ταν έ­νας θά­να­τος α­πό χα­ρά. Με­ρι­κούς μή­νες με­τά πε­θαί­νει και η μά­να της για­γιάς μου, βα­ρύ το πένθος για την κό­ρη της. Το 1922 ή ‘23 πε­θαί­νει και ο Μπε­ντρός, μάλ­λον α­πό ε­πι­πλο­κή του τραύ­μα­τος που εί­χε τό­τε στο πλοί­ο. Η Ντι­ρου­ή και τα δυο μι­κρό­τε­ρα της α­δέλ­φια μέ­νουν ορ­φα­νά (η α­δερ­φή της Σα­μι­ράμ -που πο­λύ αρ­γό­τε­ρα πα­ντρεύ­τηκε κι έ­ζη­σε στη Βρα­ζι­λί­α- και ο α­δερ­φός της Μαρ­γκός Ι­πρα­τζιάν -που αρ­γότε­ρα σπού­δα­σε στη σχο­λή Μελ­κο­νιάν της Κύ­πρου, γύ­ρι­σε στο Λί­βα­νο και έ­γι­νε διευ­θυ­ντής σχο­λεί­ου στο Α­ντζάρ και στη Βη­ρυ­τό). Τη φρο­ντί­δα τους α­να­λαμ­βάνει η οι­κο­γέ­νεια του α­δελ­φού του Μπε­ντρός, ο Ο­βαν­νές Ι­πρα­τζιάν.

Το 1926 πα­ντρεύ­ουν την Ντι­ρου­ή σε η­λι­κί­α 14 ε­τών με το μυ­λω­νά του χω­ριού, τον νε­α­ρό Ο­βαν­νές Πα­μπου­κιάν. Α­να­λαμ­βά­νει ε­κεί­νη τό­τε και τη φρο­ντί­δα του μικρό­τε­ρού της α­δελ­φού. Οι γο­νείς της εί­χαν με­γά­λη πε­ριου­σί­α. Πε­ριου­σί­α όταν λέ­με, εί­χαν έ­να με­γά­λο διώ­ρο­φο σπί­τι με μπαλ­κό­νια και με κα­νο­νι­κά κε­ραμί­δια, αρ­χο­ντι­κό για την ε­πο­χή, πολ­λά και γό­νι­μα χω­ρά­φια, κή­πους, περ­βό­λια και γη. Α­σχο­λού­νταν και με τη με­τα­ξουρ­γί­α. Αυ­τή η πε­ριου­σί­α εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί α­πό την ε­πο­χή του παπ­πού της Ντι­ρου­ή, του Μαρ­γκός που ή­ταν πρού­χο­ντας, τί­τλος τι­μής για την ε­πο­χή. Φυ­σι­κά ό­τι εί­χε κα­τα­στρα­φεί με­τα­ξύ ’15 και ’18 ξα­να­στή­θη­κε με πο­λύ και σκλη­ρή ερ­γα­σί­α. Στα χω­ρά­φια τους δού­λευαν και Ά­ρα­βες α­πό τα γει­το­νι­κά χω­ριά και πλη­ρώ­νο­νταν σε εί­δος: μι­σά μι­σά η πα­ραγω­γή. Η Ντι­ρου­ή και ο Ο­βαν­νές ό­σο ζουν στο Μου­σά Λερ κά­νουν 5 παι­διά, ό­λα κο­ρίτσια. Τε­λευ­ταί­α γεν­νή­θη­κα ε­γώ, η Α­ρα­ξή, αρ­χές του 1939.

Ή­μουν 5-6 μη­νών την η­μέ­ρα του Βαρ­τε­βάρ, τον Ιού­λιο του ‘39, ό­ταν λή­γει η ει­κοσα­ε­τής συμ­φω­νί­α των Γάλ­λων και η πε­ριο­χή πα­ρα­δί­δε­ται σε τουρ­κι­κή κυ­ριαρ­χί­α. Η τουρ­κι­κή κυ­βέρ­νη­ση α­παι­τού­σε α­πό τους Μου­σα­λερ­τσί να αρ­νη­θούν ή τη γλώσ­σα ή τη θρη­σκεί­α τους. Ή ε­ξι­σλα­μι­σμός ή ε­κτουρ­κι­σμός ή ί­σως και τα δύ­ο. Οι Γάλ­λοι προ­τεί­νουν στους Μου­σα­λερ­τσί Αρ­μέ­νιους να τους με­τα­φέ­ρουν ό­λους στην πε­ριο­χή Α­ντζάρ του Λι­βά­νου, ό­που θα ε­τοί­μα­ζαν σπί­τια για να ζή­σουν εκεί. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­κο­λου­θούν τους Γάλ­λους. Δεν εί­χαν δι­καί­ω­μα να πά­ρουν τις πε­ριου­σί­ες τους μα­ζί, ό­λος ο πλού­τος έ­μει­νε στους Τούρ­κους. Σε έ­να μό­νο χω­ριό το Βακίφ οι κά­τοι­κοι α­πο­φά­σι­σαν να μεί­νουν στη γη του Μου­σά Λερ. Δεν ξέ­ρω, ναι, δυ­στυ­χώς δεν μά­θα­με τι έ­γι­νε με ό­σους έ­μει­ναν πί­σω.

Στο Α­ντζάρ ε­νό­σω οι Γάλ­λοι έ­χτι­ζαν τα σπί­τια, ε­μείς μέ­να­με σε σκη­νές. Η φύση ή­ταν πα­ρό­μοια με του Μου­σά Λερ, αλ­λά η προ­σαρ­μο­γή ή­ταν δύ­σκο­λη. Ο πα­τέ­ρας μου έ­γι­νε πά­λι ο μυ­λω­νάς του χω­ριού. Ή­μουν πο­λύ μι­κρή, ό­μως θυ­μά­μαι α­κό­μη πως ο μύ­λος του πα­τέ­ρα μου ή­ταν μια ευ­θεί­α α­πό το σπί­τι, α­ρι­στε­ρά και δε­ξιά α­πό το δρό­μο ή­ταν γε­μά­το κα­στα­νιές. Ή­ταν και μια βρυ­σού­λα ε­κεί κο­ντά και από ό­που πί­να­με νε­ρό. Ή­ταν κι έ­να ή­συ­χο αλ­λά βα­θύ πο­τά­μι, ο Άσ­σα, που έ­ρε­ε πλάι στα χω­ρά­φια των σι­τα­ριών. Τα κο­ντι­νά χω­ριά κα­τοι­κού­νταν α­πό χρι­στια­νούς Ά­ρα­βες. Υ­πήρ­χε κι έ­νας κή­πος, γε­μά­τος κα­στα­νιές, ε­κεί μα­ζεύ­ο­νταν κυ­ρί­ως οι νέ­οι. Ε­κεί και το μνη­μεί­ο για το Μου­σά Λερ. Κά­θε χρό­νο, την τρίτη Κυ­ρια­κή του Σε­πτέμ­βρη ε­τοι­μά­ζουν σε με­γά­λα κα­ζά­νια “χε­ρι­σά” και το μοιρά­ζουν στον κό­σμο, διό­τι το πλοί­ο Ντου­σέν μας έ­σω­σε α­πό τον α­πο­κλει­σμό το Σε­πτέμ­βρη το ’15. Τη μνή­μη αυ­τή τι­μού­με την ί­δια μέ­ρα στο μνημεί­ο για το Μου­σά Λερ και στην Αρ­με­νί­α, ό­πως την τι­μού­σαν κά­πο­τε, α­πό το ‘19 ως το ’39, και στο Μου­σά Λερ.

Η ζω­ή τα ‘φε­ρε έ­τσι που με­τά α­πό το Μου­σά Λερ ξε­ρι­ζω­θή­κα­με πολ­λές φο­ρές. Από το Α­ντζάρ -Αρ­με­νί­α. Ε­κεί προ­σγειω­θή­κα­με στη σο­βιε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ε­μάς, μας ε­γκα­τέ­στη­σαν κο­ντά στο Λε­νι­να­γκάν (Κιουμ­ρί), στο χω­ριό του με­γά­λου ποι­η­τή Α­βε­ντίκ Ι­σα­ακιάν, το Α­γήν, πλά­ι στον πο­τα­μό Αρ­πά Τζά­ι, στα σύ­νο­ρα με την Τουρ­κί­α. Ο πα­τέρας μου έ­γι­νε πά­λι μυ­λω­νάς και ε­κεί ζή­σα­με πε­ρί­που έ­να χρό­νο. Ο νε­ρό­μυ­λος πα­λιά α­νή­κε στην οι­κο­γέ­νεια του Α­βε­ντίκ Ι­σα­α­κιάν. Τό­τε α­νή­κε πια στο κολ­χόζ και η πα­ρα­γω­γή μοι­ρα­ζό­ταν στον κό­σμο. Ο Α­βε­ντίκ Ι­σα­α­κιάν πή­γαι­νε συ­χνά στον νε­ρό­μυ­λο, συ­ζη­τού­σε με τον πα­τέ­ρα μου και κα­τέ­γρα­φε την δι­ή­γη­σή του σε ό­τι α­φο­ρού­σε την ι­στο­ρί­α του Μου­σά Λερ.

Με­τά α­πό πολ­λές υ­πο­χρε­ω­τι­κές με­τα­το­πί­σεις μέσα στη χώ­ρα μας, βρί­σκο­μαι τώρα ε­δώ, στην Ελ­λά­δα και ποιος ξέ­ρει τι θα ξη­με­ρώ­σει αύ­ριο. Μια ε­πι­θυ­μί­α ό­μως έ­χει μεί­νει ά­σβε­στη μέ­σα μου. Να βρε­θώ για λί­γο στο Ι­ντέρ, στο Μου­σά Λερ, στον τό­πο γέν­νη­σής μου! Να δω το σπί­τι των δι­κών μου, αν υ­πάρ­χει α­κό­μη, θα το α­να­γνω­ρί­σω, τό­σο κα­λά μας το έ­χουν πε­ριγρά­ψει οι δι­κοί μας…

Follow Us   ArmenianGenocide100.gr on Facebook Facebook   ArmenianGenocide100.gr on YouTube Youtube