Μπαγντασάρ Αβετιάν, ένας 25χρονος δάσκαλος, από το χωριό Ντελι-Μπαλτά
Κωσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Πανεπιστημίου
«Στις 19 Ιουνίου του 1915 μαζεύοντας ολόκληρο τον πληθυσμό του χωριού μας, τον πήγαν στα χάνια του Αγίου Βασιλείου υπό την επιτήρηση μιας ομάδας χωροφυλάκων. Την ίδια μέρα ενωθήκαμε και με τους κατοίκους των χωριών Μπαριάν, Αργαλιά, Μαχμάρ, Αζρίτ, Κροπή, Τοτς, ΄Ανιφα. Άντρες και γυναίκες θα ήμασταν περίπου 500 άτομα. Μείναμε σε αυτά τα χάνια δυο μέρες. Τη νύχτα της δεύτερης μέρας άρχισαν να βγάζουν ορισμένους έξω. Δωροδοκήσαμε τον τσαούση με 15 οσμανλίδκες λίρες και περάσαμε εκεί και κείνη τη νύχτα. Το άλλο πρωί, αρπάζοντας τα παιδιά από τους γονείς τους, τα ξαπόστειλαν στην πόλη, δήθεν για ν’ αλλαξοπιστήσουν, αλλά τα ξανάφεραν μετά από δυο μέρες, νηστικά, διψασμένα και γυμνά. Έκλαιγαν εκείνα, φωνάζοντας μανούλα-μανούλα, ενώ ούτε τα πρόσωπα των μανάδων τους δεν τα άφηναν να δουν. Μας κράτησαν στον Άγιο Βασίλειο 19 μέρες. Την 20ή μέρα ξεκινήσαμε χωρισμένοι σε ομάδες, περικυκλωμένες με χωροφύλακες. Οι κοροϊδίες κι οι προσβολές δεν είχαν μετρημό. Το βράδυ φτάσαμε στα χάνια του Ατλι-Κιλισέ, όπου έδεσαν όλους τους νέους της ομάδας μας. Κι έτσι δεμένοι φτάσαμε στα χάνια Ζύγανα. Μέρα με τη μέρα πολλαπλασιαζόταν ο αριθμός των χωροφυλάκων. Φεύγοντας νωρίς από την Ζύγανα, φτάσαμε στα Άρδασα. Εδώ μας γέμισαν στα χάνια, άντρες γυναίκες χωριστά. Η κακή συμπεριφορά των χωροφυλάκων απέναντί μας όλο και χειροτέρευε. Από το χάνι κιόλας άρχισαν να αρπάζουν τα είδη ένδυσης (παπούτσια, πανωφόρια, κλπ) που ξεχώριζαν, να απαιτούν χρήματα, να χαστουκίζουν και να δέρνουν. Την 24η μέρα μας πήγαν στο Νταλνταμπάν, κάτω από την Αργυρούπολη, όπου μείναμε μια νύχτα και νωρίς το πρωί ξεκινήσαμε πάλι, αλυσοδεμένοι και ξυπόλυτοι. Όταν φτάσαμε στη Σόρδα, έφεραν στην ομάδα μας δυο Αρμένιους εφήβους δεμένους μαζί. Ήταν δυο αδέρφια από την Αργυρούπολη. Φεύγοντας μερικές μέρες πριν τη σφαγή, είχαν κρυφτεί κοντά σ’ έναν Έλληνα, ο οποίος ύστερα, επειδή φοβήθηκε τους είχε διώξει. Οι έφηβοι αυτοί μας είπαν ότι οι χωροφύλακες λογάριαζαν να μας ξεκάνουν κι εμάς τη νύχτα.
Ο κίνδυνος γινόταν όλο και πιο αισθητός κι εμείς πασχίζαμε μάταια να βρούμε μια λύση. Την ίδια μέρα μας πήγαν στο Τεκέ και μας φυλάκισαν στα χάνια που βρίσκονταν πάνω στον δρόμο. Οι χωροφύλακες είχαν ήδη κυκλώσει το χάνι. Όταν έπεσε το σκοτάδι, ένας αξιωματικός μας είπε τα εξής: «Κύριοι, να που σας φέραμε ως εδώ σώους, παρά τις τόσες εσφαλμένες υποθέσεις σας, και να είστε σίγουροι πως θα σας οδηγήσουμε με τον ίδιο ασφαλή τρόπο ως το τέλος. Τώρα ο καθένας από σας, αφού παραδώσει τα χρήματα που έχει στον Αφέντη εκατόνταρχο, πρέπει να βγει έξω, αφού στο εξής δεν σας χρειάζονται χρήματα. H κυβέρνηση θα φροντίσει για τη διατροφή σας, κλπ» Όλα ήταν πια κατανοητά για μας. Άρχισαν έτσι να μας βγάζουν έξω έναν-έναν, πρώτα τους πρεσβύτερους. Μείναμε μόνο οι νεαροί. Βλέπαμε κιόλας πως όσους έβγαζαν έξω, τους έδεναν αμέσως και τους απομάκρυναν αρκετά από την ομάδα, για να τους σκοτώσουν στη συνέχεια. Εκείνη τη στιγμή μπήκε πάλι ένας από τους χωροφύλακες για να βγάλει κι άλλον έξω, συνεχίζοντας τη διαδικασία. Αντιδράσαμε όλοι μαζί και σβήσαμε τη λάμπα. Ακολούθησε σύγχυση και φασαρία. Τότε χίμηξα εγώ στην πόρτα του χανιού, για να ξεφύγω, αλλά τους είδα στην αυλή να κραδαίνουν αλυσίδες. Οι φωνές μέσα δυνάμωσαν, οι χωροφύλακες με τις αλυσίδες έσπευσαν σε βοήθεια, βρήκα κι εγώ την ευκαιρία να βγω έξω. Πήδηξα από έναν πέτρινο τοίχο μέσα σ’ ένα σιτοχώραφο κι άρχισα να ανηφορίζω ακολουθώντας μια φιδίσια διαδρομή. Μόλις είχα φτάσει στην κορυφή του χωραφιού και από πίσω μου έφτασαν άλλοι τρεις φίλοι, Ο Μελκόν Ντελιμπαλταγιάν, ο Χατσίκ Τοφαλιάν και ο πρώτος εξάδελφός του.
Είχαμε φτάσει πάνω σ’ ένα λόφο, όταν ακούστηκαν ξαφνικά τρομεροί πυροβολισμοί. Ο αχός από τις κραυγές έσειε τον τόπο. Μετά από μισή ώρα έπαψαν οι φωνές, η σφαγή είχε τελειώσει. Εμείς συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Ήταν νύχτα με φεγγάρι και περπατήσαμε ως το ξημέρωμα μέσα από έρημα λαγκάδια και βουνά. Το φως της μέρας μας βρήκε στην κορφή ενός βουνού κι εκεί κρυφτήκαμε μέσα στις πέτρες. Η διήμερη πείνα μας βασάνιζε. Αρχίσαμε να μαζεύουμε στάχυα από τα χωράφια και να τα μασάμε. Τη δεύτερη μέρα φτάσαμε σε ένα ελληνικό χωριό, μπήκαμε στις συνοικίες, για να ζητιανέψουμε ψωμί. Όλοι μαζί είχαμε δυο μετζίτια στις τσέπες. Ο Έλληνας φύλακας του χωριού που συναντήσαμε θέλησε να μας προδώσει στην κυβέρνηση. Παρακάλια, ικεσίες, κανένα όφελος. Του δώσαμε το ένα μετζίτι, γλιτώσαμε και απομακρυνθήκαμε. Έξη μέρες κι έξη νύχτες ψωμί δεν είχα δει, έτρεμαν τα μέλη μου από την πείνα. Κατεβαίνοντας στο ελληνικό Κιρέτσχανε, κρύφτηκα κοντά στην ελληνική οικογένεια του Αργυρόπουλου, που είχαν σώσει και τις δυο ξαδέρφες μου».