Αποδοχή χρήσης τεχνικών cookies       - Σχετική Νομοθεσία -

Τα παιδιά της Γενοκτονίας

PaidiaGenocide


Το 1912, η Τουρκία ηττήθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους. Κατά συνέπεια, έχασε όλα τα εδάφη στα οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία αυθέντευε στην Ευρώπη. Το γεγονός αυτό προκάλεσε συναγερμό στους τουρκικούς πολιτικούς κύκλους. Η ιδέα του Παντουρανισμού, βασισμένη στην αρχή της «ιερής πατρίδας», υποκίνησε την προσπάθεια επικράτησης στα αρμενικά εδάφη και την παράνομη κατοχή τους από το τουρκικό κράτος με την ονομασία: «Ανατολική Ανατολία».


Πασκουάλ Οχανιάν

Μετάφραση: Μίκυ Μοβσεσιάν

Εκμεταλλευόμενη τις συνθήκες του πολέμου, ήδη από το Φλεβάρη του 1915, η τουρκική κυβέρνηση προχώρησε στην εφαρμογή ενός σχεδίου που προετοιμαζόταν για πάνω από τέσσερα χρόνια και που απώτερο στόχο είχε την εξόντωση ολόκληρου του αρμενικού έθνους. ΄Ένα υπουργικό διάταγμα, υπογεγραμμένο από τον Υπουργό Αμύνης, Ενβέρ Πασά, προς τους αξιωματικούς του στρατού, αναφέρει: «27 Φεβρουαρίου 1915. Στους αξιωματικούς του στρατού: Εν όψει της παρούσας κατάστασης, αποφασίστηκε, με αυτοκρατορική διαταγή, η ολοκληρωτική εξολόθρευση της αρμενικής φυλής. Προς αυτόν το σκοπό, θα διενεργηθούν οι ακόλουθες επιχειρήσεις: Οι Οθωμανοί υπήκοοι άνω των πέντε ετών, που έχουν αρμενικό όνομα και διαμένουν στη χώρα, θα απελαθούν από την πόλη και θα θανατωθούν [...] Επικεφαλής αξιωματικός και Υπουργός Αμύνης Ενβέρ».

Τα επιχειρήματα που προβάλλουν σήμερα οι Τούρκοι για να δικαιολογήσουν τη Γενοκτονία συγκρούονται με την αλήθεια – τη σκληρή αλήθεια – της θανάτωσης των παιδιών. ΄Ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «New York Times» καταγγέλλει ότι η πεδιάδα του Αλασγκέρντ ήταν πλήρως καλυμμένη με πτώματα, πολλά από τα οποία ήταν παιδιά. Στο Μπιτλίς, ο Τούρκος Νομάρχης, Μουσταφά Αμπντούλ Χαλίκ μπέης συγκέντρωσε μια χιλιάδα αρμενόπαιδα και τα οδήγησε σε ένα μέρος με το όνομα Τσαχάλντ, όπου τα έκαψε ζωντανά παρουσία των αρχών, του τουρκικού λαού αλλά και διαφόρων προσωπικοτήτων της Τουρκίας· κατόπιν απηύθυνε ομιλία, στην οποία δήλωσε: «Για την ασφάλεια της Τουρκίας είναι απαραίτητο να σβηστεί δια παντός το αρμενικό όνομα στις αρμενικές επαρχίες».

Στο τέλος του πολέμου, ο Ταλαάτ, Υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας, ένας από τους υπευθύνους που υπέγραψαν τις επίσημες διαταγές για τη σφαγή, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε, διότι ο Ταλαάτ διέφυγε στη Γερμανία. Το 1921, ένας νεαρός Αρμένης, ο Σογομόν Τεχλιριάν, ο οποίος είχε χάσει όλη του την οικογένεια στη Γενοκτονία, τον ακολούθησε και τον εκτέλεσε με μία σφαίρα. Ο Τεχλιριάν υποβλήθηκε σε μια ιστορική νομική διαδικασία. Στην απολογία του κατέθεσε ως μάρτυρας ο επίσκοπος Σεβασμιότατος Κρικορίς Μπαλακιάν και η έκθεσή του αποδείκνυε ότι, με κρατική διαταγή, παιδιά οδηγούνταν στο θάνατο. Ο Σεβασμιότατος Μπαλακιάν μετέγραψε τις λέξεις ενός Τούρκου λοχαγού με το όνομα Σουκρί, που είχε αναφέρει: «Ναι. Αν σκοτώναμε τους άνδρες μόνο και όχι τις γυναίκες και τα κορίτσια, σε πενήντα χρόνια θα υπήρχαν εκατομμύρια Αρμένιοι. Συνεπώς, οφείλουμε να θανατώσουμε και τις γυναίκες και τα κορίτσια, για να πάψουν για πάντα τα προβλήματα, εσωτερικά και εξωτερικά...».


Ο γιατρός Ουίλιαμ Σ. Ντοντ απέστειλε στον Χένρι Μοργκεντάου, πρέσβη των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, μια αναφορά, με ημερομηνία 6 Μαρτίου του 1915, στην οποία αναφέρεται στην απέλαση μιας ομάδας Αρμενίων από το Ζεϊτούν, αποτελούμενης εν μέρει από παιδιά. Στην αναφορά, γράφει: «[...] από τότε που έφυγαν, πριν ένα μήνα, δεν έχουν τίποτα να φάνε εκτός από ψωμί και κάποιες φορές ελιές και τυρί. Η κυβέρνηση δίνει μια φέτα ψωμί την ημέρα στον καθένα αλλά τίποτα στα παιδιά κάτω των 5 ετών. Είναι 4.000». Ο Πιερ Μπρικέ, καθηγητής του Ιδρύματος Σαν Πώλ στην Ταρσό έστειλε την εξής πληροφορία στην Αμερικανική Επιτροπή Αρωγής (Near East Relief), μετά τις 15 Μαΐου του 1915: «Μία νέα γυναίκα, της οποίας ο σύζυγος φυλακίστηκε, διώχθηκε με το 15 ημερών μωρό της πάνω σε ένα γάιδαρο. Μετά από μιάμιση ημέρα δρόμο, ένας Τούρκος στρατιώτης της άρπαξε τον γάιδαρο και την ανάγκασε να συνεχίσει με τα πόδια και το μωρό της στα χέρια, από το Ζεϊτούν στο Χαλέπι».


Στις 15 Μαΐου, ο Ταλαάτ έστειλε το εξής τηλεγράφημα στους κυβερνήτες των επαρχιών: «Μου ανακοινώθηκε νωρίτερα ότι η κυβέρνηση, με διαταγή της Βουλής, έχει αποφασίσει να εξολοθρεύσει παντελώς τους Αρμενίους που ζουν στην Τουρκία. Χωρίς διακρίσεις σε γυναίκες, παιδιά και ανήμπορους και ανεξαρτήτως των μέσων, πρέπει να δοθεί τέλος στις ζωές τους. ΄Όσοι αντιτεθούν σε αυτήν τη διαταγή δεν μπορούν να αξιώσουν θέση στην κυβέρνηση».


Το 1915 η Γερμανία ήταν σύμμαχος της Τουρκίας στον πόλεμο. Ο φον Σόιμπνερ-Ρίχτερ, πρόξενος της Γερμανίας στο Ερζερούμ, έστειλε τηλεγράφημα στον Χανς φον Βάνγκενχαϊμ, πρέσβη της Γερμανίας στην Κωνσταντινούπολη, με ημερομηνία 18 Μαΐου του 1915, στο οποίο αναφέρεται: «Οι στρατιωτικοί λόγοι που επικαλούνται για τις απελάσεις των Αρμενίων από αυτήν την περιοχή είναι ανύπαρκτοι, εφόσον απομένουν μόνο γυναίκες και παιδιά. Σε αυτά τα μέρη είναι αδύνατο να υπάρξει εξέγερση Αρμενίων. Συνεπώς, η εξορία του αρμενικού λαού είναι μια αβάσιμη τακτική».


Στις 21 Μαΐου του 1915, ο γιατρός Γιοχάνες Λέπσιους πληροφορεί σε μια μυστική μαρτυρία: «Είχαν περπατήσει για δύο μέρες κάτω από καταρρακτώδη βροχή χωρίς καθόλου τροφή. Είδα μια καημένη μικρούλα που είχε περπατήσει ξυπόλητη για πάνω από μια εβδομάδα, ενώ από τα ρούχα της είχε μείνει μόνο μια ξεσκισμένη ποδιά. ΄Έτρεμε από το κρύο και την πείνα και τα κόκκαλά της εξείχαν κυριολεκτικά από το σώμα της. Μία δωδεκάδα παιδιών θα πρέπει να είχε εγκαταλειφθεί στο δρόμο επειδή δεν μπορούσαν να περπατήσουν άλλο. Να πέθαναν από την πείνα; ΄Ίσως!».


Η Δανή νοσοκόμα, Φλώρα Α. Βέντελ Γιάρλεσμπεργκ, ανέφερε στο γιατρό Λέπσιους: «[...] Όταν τα παιδιά φώναζαν ή έκλαιγαν και δεν μπορούσαν να περπατήσουν άλλο, τους θρυμμάτιζαν το κρανίο... Πολλοί Τούρκοι ήρθαν επί τόπου για να πάρουν αγόρια και κορίτσια, με ή χωρίς τη συναίνεση των γονέων τους. Δεν υπήρχε χρόνος για σκέψη, μιας και η πλειοψηφία βρισκόταν συνεχώς σε κίνηση υπό το μαστίγιο των έφιππων αστυνόμων. Στα περίχωρα της πόλης, ο δρόμος προς το Κεμάχ- Μπογάζ χωρίζεται από τον κεντρικό. Σε αυτό το σημείο, το σκηνικό μετατρεπόταν σε αληθινό σκλαβοπάζαρο. Πήραμε μια οικογένεια με έξι παιδιά, από τριών έως δεκατεσσάρων ετών, που κρεμάστηκαν από πάνω μας όπως και ένα μικρό κοριτσάκι... Πήγαμε στην πόλη για να πάρουμε άδεια, ώστε αυτά τα παιδιά να ταξιδέψουν μαζί μας... Καταλύσαμε σε ξενοδοχείο του Ερζιντζάν... Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου άρχισε να μιλάει υψηλόφωνα και όλοι άκουγαν τι έλεγε: Ο θάνατος αυτών των γυναικών και των παιδιών διατάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χότζας του νοσοκομείου μας, μπήκε στην κουβέντα και μεταξύ άλλων μας είπε: Αν ο Θεός δεν τους δείχνει έλεος, γιατί πρέπει να τους δείξουμε εμείς;. Έμοιαζε ίδιος με δαίμονα και ο βηματισμός του επιβεβαίωνε αυτήν την εντύπωση... Αναφώνησε: Οι γυναίκες δεν πρέπει να ανακατεύονται με την πολιτική αλλά να υπακούουν στην κυβέρνηση!. Μας απαγόρεψε να πάρουμε τα παιδιά και έστειλε αμέσως έναν αστυφύλακα να τα βγάλει από το δωμάτιό μας... Τη στιγμή της αναχώρησής μας, μας είπαν ότι τα είχαν ήδη σκοτώσει... Στο δρόμο συναντήσαμε ένα μεγάλο καραβάνι εξορίστων που μόλις είχαν αφήσει τα χωριά τους... Ποτέ δε θα ξεχάσουμε εκείνο το θέαμα. Ένας μικρός αριθμός ανδρών, μερικές γυναίκες και ένα πλήθος από παιδιά. Πολλά από αυτά είχαν ξανθά μαλλιά και μεγάλα γαλανά μάτια, που μας κοίταζαν με τη σοβαρότητα του θανάτου και με τέτοια φυσική ευγένεια που έμοιαζαν με τους αγγέλους της Κρίσης. Προχωρούσαν με απόλυτη ησυχία, μικροί και μεγάλοι, δεμένοι μεταξύ τους, με προορισμό την καταραμένη εκείνη κοιλάδα του Κεμάχ-Μπογαζί, από τα πέτρινα υψώματα έως τα νερά του Ευφράτη».


Ο Φράνσις Χ. Λέσλι, αντιπρόξενος των ΗΠΑ στην Ούρφα, έγραψε στην Αμερικανική Επιτροπή για την Αρωγή των Αρμενίων και των Συρίων, στις 14 Ιουνίου του 1915: «Τα κορίτσια ατιμάζονταν εγκληματικά κάθε μέρα, τόσο από τους φρουρούς, όσο και από αδυσώπητους χωρικούς από τα χωριά της διαδρομής, αφού οι πρώτοι επέτρεπαν στους δεύτερους να εισέρχονται τη νύχτα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των εξόριστων, ενώ διένεμαν ακόμα και κορίτσια σε αυτούς».


Ο αιδεσιμότατος Ρόμπερτ Σ. Στάπελτον, αντιπρόξενος των ΗΠΑ στο Ερζερούμ, αναφέρει: «΄Έβαζαν τις μητέρες σε γραμμή και μπροστά στα μάτια τους ξεκοίλιαζαν τα μωρά τους και κρεμούσαν τα ματωμένα κορμάκια σε αρμαθιές στον τοίχο, όπως τα κρέατα σε κρεοπωλείο. Οι μητέρες, μέσα στον αφόρητο πόνο τους και ουρλιάζοντας από τη φρίκη, αναγκάζονταν με μαστιγώματα να σηκωθούν και να συνεχίσουν το δρόμο τους, ενώ τα σώματα των παιδιών τους, ακόμα παλλόμενα, εγκαταλείπονταν στα όρνεα». Ο Ενβέρ, Υπουργός Αμύνης, δήλωσε στον Χένρι Γούντ: «Μας είναι δύσκολο να κάνουμε εξαιρέσεις ανάμεσα σε 2.000.000 Αρμένιους και να διαχωρίσουμε τους αθώους από τους ενόχους. Εξολοθρεύοντάς τους όλους είμαστε βέβαιοι ότι θα πετύχουμε και τους ενόχους».


Ο γιατρός Μάρτιν Νίπαγκε, καθηγητής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη Γερμανική Τεχνική Σχολή του Χαλεπιού, πληροφόρησε το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων της Γερμανίας, με προσυπογεγραμμένους το γιατρό Γκρέιτερ, τη Κα Μαρί Σπίκερ και το Διευθυντή Χούμπερ: «Νοιώθουμε υποχρέωσή μας να εφιστήσουμε την προσοχή στο γεγονός ότι το εκπαιδευτικό μας έργο θα χάσει την ηθική του βάση και την εκτίμηση των γηγενών, αν η γερμανική κυβέρνηση δε βάλει τέλος στη βαρβαρότητα, με την οποία αντιμετωπίζονται εδώ οι χήρες και τα παιδιά των Αρμενίων... Υπάρχουν περίπου εκατό παιδιά από πέντε έως επτά ετών. Πολλά υποφέρουν από τύφο και δυσεντερία. ΄Όταν κάποιος μπαίνει στην αυλή έχει την εντύπωση ότι μπαίνει σε φρενοκομείο. Αν κάποιος τους δώσει ψωμί, το παίρνουν με αδιαφορία. Κείτονται εδώ ακίνητα, αναμένοντας το θάνατο».


Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1915, ο Ουίλιαμ Σ. Ντουντ ενημέρωσε από το Ικόνιο τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Τουρκία: «[...] Στο Ερεγλί, οι εξορισμένοι είναι συγκεντρωμένοι σε υπαίθριο χώρο, γύρω από το σιδηροδρομικό σταθμό.


Δεν τους παρέχεται καμία προστασία και δεν έχουν τίποτα άλλο εκτός από κάτι αυτοσχέδιες σκηνές, που φτιάχνουν με χαλιά, χοντρές ψάθες, κάπες, αδιάβροχα, σεντόνια, βαμβακερά ρούχα, τραπεζομάντηλα, μαντήλια και ό,τι άλλο είχαν. Δεν υπάρχουν υγειονομικές εγκαταστάσεις για αυτόν τον καταυλισμό και κάθε ελεύθερος χώρος χρησιμοποιείται για την απόθεση περιττωμάτων. Η δυσωδία στην περιοχή είναι ανυπόφορη. Εδώ στο Ικόνιο, είδα πώς το προσκείμενο χωράφι καλύφθηκε τάχιστα με περιττώματα, σε τέτοιο βαθμό, που είναι αδύνατον να σταθεί κανείς οπουδήποτε. Αν υπολογιστεί το εύρος της δυσεντερίας και της διάρροιας, μπορεί κανείς να φανταστεί τα αποτελέσματα».


Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1915, ο Ταλαάτ τηλεγράφησε στον Μπακίρ Σαμί Μπέη, κυβερνήτη του Χαλεπιού: «Το δικαίωμα των Αρμενίων να ζουν και να εργάζονται σε τουρκικό έδαφος έχει εντελώς ανακληθεί. Η κυβέρνηση αναλαμβάνει την ευθύνη και απαγορεύει οποιαδήποτε εξαίρεση, ακόμα και για τα νεογέννητα [...]». Ας παρατηρήσουμε ότι ο Ενβέρ δήλωνε: «αποφασίστηκε, με αυτοκρατορική διαταγή», ενώ ο Ταλαάτ ότι: «Με εντολή της Βουλής, αποφασίστηκε». Πρόκειται για τους δύο σημαντικότερους υπουργούς της Τουρκίας. Είναι τα πιο υψηλόβαθμα στελέχη της τουρκικής κυβέρνησης.


Αυτή η κυβέρνηση είχε αναγνωριστεί από τις λοιπές κυβερνήσεις του κόσμου ως η νόμιμη κυβέρνηση της Τουρκίας. Επομένως, τα δύο πιο υψηλόβαθμα στελέχη της νόμιμης τουρκικής κυβέρνησης σημειώνουν ότι η απόφαση να σφαγιαστούν οι Αρμένιοι λήφθηκε από τον Σουλτάνο και τη Βουλή. Ωστόσο, η ευθύνη δεν είναι προσωπική, εκτός και αν αναφερόμαστε στο πρόσωπο του Τουρκικού Κράτους, που αντιπροσωπευόταν από τον Σουλτάνο, τη Βουλή και τους βουλευτές.


Είναι το τουρκικό κράτος που διέταξε τη θανάτωση των παιδιών. Είναι το τουρκικό κράτος που πρέπει σήμερα να απολογηθεί για αυτό το έγκλημα· ένα έγκλημα που τεκμηριώνεται από αναρίθμητες αξιόπιστες μαρτυρίες, κάποιες προερχόμενες από ουδέτερες πηγές, άλλες από συμμάχους των Τούρκων, αλλά και ορισμένες φορές από μαρτυρίες με τουρκική προέλευση.

Follow Us   ArmenianGenocide100.gr on Facebook Facebook   ArmenianGenocide100.gr on YouTube Youtube