Αποδοχή χρήσης τεχνικών cookies       - Σχετική Νομοθεσία -

Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος: ένας αυτόπτης μάρτυρας της Γενοκτονίας

Crysanthos


Στην ιστορία της Γενοκτονίας των Αρμενίων μεγάλη σημασία έχουν οι ξενόγλωσσες πηγές, όπου ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι μαρτυρίες των Ελλήνων συγγραφέων, ως αυτοπτών μαρτύρων της εξολόθρευσης των Χριστιανών της Τουρκίας στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος Φιλιππίδης είναι ένας από αυτούς τους μάρτυρες, ο οποίος έζησε όλη την τραγικότητα εκείνης της μαύρης περιόδου της ιστορίας, τόσο του αρμενικού λαού, όσο και του ελληνικού. Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος δημοσίευσε τις μαρτυρίες του για τη Γενοκτονία των Ποντίων Αρμενίων στη μνημειώδη μελέτη του «Η Εκκλησία Τραπεζούντος» (Αρχείον Πόντου, τόμοι 4-5 (1933), σσ. 754-761.


Γκεβόργκ Καζαριάν
Φοιτητής της Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ

'Οπως μαρτυρά ο Μητροπολίτης, στις αρχές Ιουνίου του 1915 αφίχθηκε στην Τραπεζούντα ο γενικός γραμματέας του κεντρικού νεοτουρκικού κομιτάτου, γιατρός Μπεχαεντίν Σακήρ μπέης, «κατελθὼν ἐκ Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ) ένθα εἶχεν ὀργανώσει καὶ ἐκτελέσει τὴν σφαγὴν τῶν πολυαρίθμων κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην Ἀρμενίων» (αυτ., σ. 754). Ο Σακήρ συνεκάλεσε μαζί με τον Βαλή του βιλαετίου Τραπεζούντος και τους άλλους κυβερνήτες ένα συμβούλιο, όπου «ἔδωκε μυστικὰς ὁδηγίας περὶ τῆς γενικῆς σφαγῆς τῶν ἐν τῷ βιλαετίῳ Τραπεζοῦντος οἰκούντων Ἀρμενίων» (αυτ., σ. 754-755).

Στις 13 Ιουνίου δημοσιεύθηκε «Δήλωση», η οποία πληροφορούσε ότι μετά από πέντε ημέρες οι Αρμένιοι θα έπρεπε να αφήσουν τις κατοικίες τους και συνοδευόμενοι από τη χωροφυλακή να απομακρυνθούν στις εσωτερικές επαρχίες, όπου και θα παρέμεναν μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Μητροπολίτης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «Ἡ δήλωσις αὕτη καὶ αἱ ἐν αὐτῇ βεβαιώσεις περὶ τῆς καθ' ὁδὸν παροχῆς πάσης ἀνέσεως καὶ ἀσφαλείας εἰς τοὺς ἐξοριζομένους Ἀρμενίους ἐγένοντο πρὸς παραπλάνησιν τῶν ἀτυχῶν Ἀρμενίων. Ἐν τῇ πράξει ἴσχυσαν αἱ περὶ γενικῆς τῶν ἐξοριζομένων σφαγῆς μυστικαὶ ὁδηγίαι» (αυτ., σ. 757).

Πράγματι, παρόλο που η «Δήλωση» παρείχε στους Αρμενίους προθεσμία πέντε ημερών, οι βιαιοπραγίες εναντίον τους άρχισαν ήδη από τις 13 Ιουνίου: «Τὴν ἡμέραν τῆς δημοσιεύσεως τῆς εἰρημένης ἐπισήμου δηλώσεως περὶ ἐξώσεως τῶν Ἀρμενίων περὶ τοὺς 300 ἐκ τῶν ζωηροτέρων νέων Ἀρμενίων συλληφθέντες ἐτέθησαν ἐντὸς φορτιγίδος, ἥτις μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἀνήχθη εἰς τὸ πέλαγος ἔναντι τῶν Πλατάνων, καὶ ἐκεῖ ἐσφάγησαν ὅλοι ὑπὸ τῶν διὰ βενζινοπλοίου παραπλευσάντων τῇ φορτηγίδι τσετέδων, τὰ δὲ πτώματα τῶν ἐρρίφθησαν εἰς τὴν θάλασσαν» (σ. 758).

Ήδη πριν από τις 13 Ιουνίου, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος, αφού έμαθε για το σχέδιο των σφαγών, άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Βαλή με σκοπό να τις αποτρέψει. Τις προσπάθειές του αυτές ο Χρύσανθος χαρακτηρίζει με μία μόνο λέξη: «υπεράνθρωπες». Ο Μητροπολίτης από τη μία βεβαίωνε τον Βαλή «περὶ τῆς νομιμοφροσύνης καὶ εἰρηνικότητος τῶν συνοίκων ἀδελφῶν Ἀρμενίων», από την άλλη υπενθύμιζε τις απειλές των συμμαχικών Δυνάμεων. Όμως ο Βαλής εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι το μόνο πράγμα που δεν θα έχουν υπόψη τους οι Δυνάμεις κατά τις διαπραγματεύσεις θα είναι οι σφαγές των Αρμενίων. Ακόμη, ο Βαλής ανακοίνωσε ότι «ἡ περὶ ἐξολοθρεύσεως τῶν Ἀρμενίων ἀπόφασις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Νεοτουρκικῆς κυβερνήσεως ἦτο ἀμετάκλητος καὶ ἀνεπίδεκτος πάσης τροποποιήσεως» (αυτ., σ. 757).

Η «Δήλωση» βύθισε σε απελπισία όχι μόνο τους Ποντίους Αρμενίους, αλλά και όλους τους Έλληνες. Καθημερινά, οι προϊστάμενοι της αρμενικής κοινότητας έρχονταν στην Μητρόπολη Τραπεζούντος ζητώντας τη συμβουλή και παρηγοριά του Μητροπολίτη Χρύσανθου, ο οποίος ήταν «περίλυπος μέχρι θανάτου». Ο Μητροπολίτης σ' αυτές τις τραγικές ημέρες δεν έπαυε να ικετεύει τον Βαλή, ταυτόχρονα καταγγέλοντας στους πρόξενους της Γερμανίας και της Αυστρίας ότι «ὑπὸ τὰ ὅμματα καὶ τὰς ευλογίας δύο μεγάλων χριστιανικῶν Δυνάμεων ἐξωλοθρεύετο ὁλόκληρος χριστιανικὸς λαός» (αυτ., 758).

Στις 17 Ιουνίου «Τὴν παραμονήν τῆς ἐξώσεως Ἀρμένιοι μητέρες ἔξαλλοι καὶ μόλις διὰ τῆς εἰσπνοῆς αἰθέρος συγκρατούμενοι παρέθετον τὰς θυγατέρας αὐτῶν εἰς τὴν μητρόπολιν πρὸς διαφύλαξιν. Οὕτω πολυάριθμοι θυγατέρες Ἀρμενίων ἐπλήρωσαν τὸν μητροπολιτικὸν οἶκον φυλοξενούμενοι ἐν αύτῷ ἐπὶ ἡμέρας καὶ παραμυθούμεναι. Τὴν ἑπομένην ὄρθρού βαθέως ἤρχισεν ἡ κατὰ ὁμάδας ἔξωσις τῶν Ἀρμενίων καὶ ἡ μετὰ τὴν ἐκ Τραπεζοῦντος ἔξοδον βαθμιαία αὐτῶν καθ' ὁδὸν σφαγή. Ὁ ἔξω τῆς Τραπεζοῦντος καὶ ἀνατολικῶς αὐτῆς ρέων ποταμὸς Πυξίτης ἤ Δαφνοπόταμος (Ντεγιρμὲν ντερὲ) ἐπληρώθη πτωμάτων. Οἱ παῖδες τῶν Ἀρμενίων έπιβιβαζόμενοι εἰς λέμβους καὶ φορτιγίδας ἐρρίπτοντο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐπνίγοντο. Εἰς τὴν περιφέρειαν τοῦ Χαμσίκιοϊ παρὰ τὰς ὑπωρείας τοῦ ὄρους Ζαβουλὼν (Βαζελὼν) οἱ εἰς τὰ ἐργατικά τάγματα ἅμα τῇ ἐπιστρατεύσει καταταχθέντες Ἀρμένιοι ἐτυφεκίστησαν πάντες ἐντὸς τάφρων, ἅς ὑποχρεώθησαν νὰ ὀρύξωσιν οἱ ἴδιοι εἰς βάθος ἐξικνούμενον μέχρι τὴς ὀσφύος αὐτῶν. Τὰ ὀροπέδια τοῦ Παρυάδρου εἶχον καλυφθῆ ὑπὸ πτωμάτων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν Ἀρμενίων» (αυτ., σ. 758).

Παρόλο που οι τουρκικές αρχές επί ποινή θανάτου απαγόρευαν στους Έλληνες να φιλοξενούν Αρμενίους, οι Έλληνες βέβαια δεν μπορούσαν να μη βοηθήσουν τους «αδελφούς Αρμενίους». Έτσι, σε πολλά χωριά της Γεμούρας και στην κώμη Σάνα, «τακτικῶς» έτρεφαν τους Αρμενίους, οι οποίοι κρύβονταν στα δάση της περιοχής. Οι διασωθέντες μ' αυτόν τον τρόπο Αρμένιοι μπόρεσαν να επιστρέψουν στα χωριά τους την άνοιξη του 1916, όταν ο ρωσικός στρατός κατέλαβε τον Πόντο. Το έργο της περίθαλψης των Αρμενίων ανέλαβε ο προεστός της Σάνας, Γιωρίκας Μικρόπουλος, τον οποίο αργότερα οι Τούρκοι κατακρεούργησαν.

Ένας άλλος γενναίος Έλληνας -ο γιατρός Ανδρέας Μεταξάς- με δικούς του πόρους νοσήλευσε και διάτρεψε στην Ιερά Μονή Αγίου Προδρόμου Βαζελώνος περίπου 30 Αρμενίους των εργατικών ταγμάτων. Οι τελευταίοι είχαν πληγωθεί κατά τον τουφεκισμό τους στη Χαμσίκιοϊ και είχαν βρει τη συμπαράσταση και την πνευματική παρηγοριά των πατέρων της Μονής.

Μετά από πολλή πίεση εκ μέρους του Χρύσανθου, ο Βαλής συμφώνησε να οργανωθεί στην Τραπεζούντα ένα ορφανοτροφείο για τα ορφανά αρμενόπουλα. Τη συντήρηση του ορφανοτροφείου ανέλαβαν η Μητρόπολη και η ελληνική κοινότητα της πόλης. Μετά από λίγες μέρες όμως, νέα διαταγή από την Κωνσταντινούπολη διέλυσε το ορφανοτροφείο, ενώ οι κοπέλες και τα παιδιά διαμοιράστηκαν σε τουρκικές οικογένειες. Αργότερα, κατά την ανακωχή του 1918, ο Χρύσανθος απαίτησε να επιστρέψουν οι Τούρκοι τα παιδιά των σφαγμένων Αρμενίων, ενώ ταυτόχρονα ζήτησε από τις τουρκικές αρχές την απόδοση των κοινοτικών κτημάτων των Αρμενίων. Η Μητρόπολη της Τραπεζούντας στέγασε τα ορφανά στο δικό της ορφανοτροφείο, τα έξοδα του οποίου ανέλαβε η μητροπολιτική Επιτροπή προσφύγων, ενώ την εποπτεία ανέλαβε η αδελφότητα κυριών «Μέριμνα». Ο Χρύσανθος απευθύνθηκε στον Αρμένιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ζαβέν (1913-1915, 1919-1922), με την παράκληση να αποστείλει στην Τραπεζούντα έναν κληρικό, για την προεδρία της μικρής πλέον αρμενικής κοινότητας και τη διαχείριση των κτημάτων της. Ο Πατριάρχης Ζαβέν, με ευχαριστήρια επιστολή προς τον Μητροπολίτη Χρύσανθο, έστειλε στην Τραπεζούντα τον π. Καρεκίν Χατσατουριάν. Ο τελευταίος ωστόσο δεν αποδείχθηκε αρκετά ικανός και επιμελής. Έτσι, προς θλίψη και αγανάκτηση τόσο του Πατριάρχη Ζαβέν, όσο και του Χρύσανθου, το αρμενικό ορφανοτροφείο ανατέθηκε στην άμεση διοίκηση των αμερικανίδων ιεραποστόλων, οι οποίες μέσα σ' έναν μήνα μετέστρεψαν τα ορφανά στο δόγμα τους...

Follow Us   ArmenianGenocide100.gr on Facebook Facebook   ArmenianGenocide100.gr on YouTube Youtube