Οι φλεγόμενοι κήποι του Βαν
«Και δεν υπήρχε ένα σχήμα, που να ήταν ψεύτικο, ρηχό, επουσιώδες. Τα πάντα ήταν αρμονικά, σύμμετρα, δουλεμένα από αιώνες, κατάλληλα.
Και όλα αυτά θα γινόντουσαν θρύψαλα. Όλο αυτό πετάχτηκε άτσαλα στη ζυγαριά, πολλά ζουλήχτηκαν, στράβωσαν, χάλασαν.
Κι εγώ άκουγα πώς το μέταλλο που ριχνόταν στη ζυγαριά παραπονιόταν με ηχηρό στεναγμό. Το βάρος του και μόνο ήθελαν να μάθουν...»
Σεργκέι Γκοροντέτσκι
Σε συνθήκες εθνικής αφύπνισης κι ευημερίας ξεκινά η σφαγή του 1896. Η Οθωμανική κυβέρνηση μοιράζει στους Κούρδους όπλα νέου τύπου. Οι σφαγές αρχίζουν από τα χωριά. Μερικά αποκρούουν γενναία τις άτακτες ορδές. Αλλά οι δυνάμεις είναι άνισες: από τη μια η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τον τεράστιο στρατό της, τα κουρδικά ένοπλα σώματα, από την άλλη ο αρμένης χωρικός. Καταστρέφονται πολυάριθμα χωριά, οι διασωθέντες από τις σφαγές και τις λεηλασίες γεμίζουν το Βαν και στις 3 Ιουνίου του 1896 αρχίζει η σφαγή του πληθυσμού της πόλης. Παρά τον υπεράριθμο στρατό του εχθρού, οι κάτοικοι του Βαν αποφασίζουν ν’ αντισταθούν. Οι περισσότεροι οπλίζονται με ό,τι μπορούν, ο αριθμός των εθελοντών δεν ξεπερνά τους 900. Ο αριθμός των κουρδικών σωμάτων έφτανε περίπου τις 10.000. Ξεκινά μια άνιση μάχη, στην οποία ρίχνονται με απαράμιλλη γενναιότητα όλες οι περιοχές της πόλης.
Οι συγκρούσεις είναι ιδιαίτερα αιματηρές στις 8 Ιουνίου, όταν ο τουρκικός στρατός και το ιππικό εξαπολύουν γενική επίθεση. Η ηρωική μάχη κρατά εννέα μέρες. Οι αγωνιστές συμφωνούν με τις τουρκικές αρχές να εγκαταλείψουν την πατρίδα και ν’ αυτοεξοριστούν στην Περσία με μόνο αντάλλαγμα, οι αρχές να μην καταπιέσουν ξανά τους Αρμενίους. Αλλά στο δρόμο για την εξορία ενέδρευε ήδη ο εχθρός.
Μετά την απομάκρυνση των αγωνιστών του Βαν, Τούρκοι και Κούρδοι κατασφά-ζουν τον ανυπεράσπιστο, άοπλο πληθυσμό της πόλης, καίνε και καταστρέφουν. Ολόκληρο το Βασπουραγκάν κοχλάζει στο αίμα αθώων. Ακολουθούν η πείνα κι οι αρρώστιες, που θερίζουν χιλιάδες ψυχές. Ο επίλογος αυτής της βάναυσης τερατουργίας: η πόλη και τα χωριά γεμίζουν με χιλιάδες άστεγα, υποσιτισμένα ορφανά.
Ο 19ος αιώνας κλείνει αυλαία με την τραγωδία των σφαγών του 1896, ενώ ο 20ός, που θα έφερνε νέα αυγή, παραμένει για τους δυτικοαρμένιους ζοφερή νύχτα και οιωνός νέων συμφορών.
Η πόλη αναγεννιέται από τις στάχτες της μέσα σε μια δεκαετία, πασχίζοντας να γιατρέψει τις ανοικτές πληγές της, χάρη στην αδιανόητη θέρμη, δημιουργικότητα, δυναμικότητα κι εργατικότητα των κατοίκων και των χιλιάδων πια μακρινών μεταναστών της σε όλες τις γω-νίες του κόσμου. Διαπρέπει άλλη μια φορά στις τέχνες, τα γράμματα, τον Τύπο, την οικονομία της Δυτικής Αρμενίας. Όμως η λάμψη απολήγει σε τραγική, ηρωική αναλαμπή, σφραγίζοντας την αιώνια μνήμη της χαμένης πόλης.
Ήδη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Αρμένιοι δέχονται έντονες πιέσεις. Με το πρόσχημα της συντήρησης του τουρκικού στρατού αρχίζει πραγματική λεηλασία. Η πόλη σε λίγο διάστημα οδηγείται σε δεινή ανέχεια, ενώ το 1915 οι σφαγές ξαναρχίζουν σε όλο το Βασπουρακάν. Οι κάτοικοι του Βαν επιλέγουν να πολεμήσουν τον τεράστιο στρατό των Τούρκων και τις κουρδικές ορδές. «Καλύτερα δέκα μέρες ελευθερίας και θάνατος, παρά θάνατος ενός σκλάβου».
Το Αϊγκεστάν, αυτός ο παράδεισος με τους οπωρώνες, μετατρέπεται σε πραγματικό οχυρό κι αποκόπτεται από την άλλη εστία οχύρωσης, το κέντρο της πόλης, καθώς ανάμεσά τους απλωνόταν η τουρκική γειτονιά. Στις 7 Απριλίου η λυσσαλέα, μανιασμένη επίθεση του εχθρού, που αριθμούσε 12.000 στρατιώτες και διέθετε σύγχρονα οπλισμένο βαρύ πυροβολικό, μένει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη των υπερασπιστών της πόλης. Η αντεπίθεση μιας χούφτας ανθρώπων καταρρακώνει τις θέσεις του εχθρού και τον υποχρεώνει σε υποχώρηση. Ο αριθμός των αγωνιστών φτάνει σταδιακά μόλις τους 1054. Οι ηρωικές μάχες κρατούν ένα μήνα και τελειώνουν με νίκη των Αρμενίων. Μόλις τις επόμενες καταφθάνει ο ρωσικός στρατός με τις αρμενικές μονάδες στην απελευθερωμένη πια πόλη. Ο Αράμ Μανουκιάν από τους ηγέτες των αντιστασιακών διορίζεται προσωρινός κυβερνήτης της επαρχίας Βασπουρακάν, βουτηγμένης στο αίμα αθώων γυναικόπαιδων, πάνω στα οποία είχαν ξεσπάσει την οργή τους οι «θαρραλέοι» ηττημένοι.
Αμέσως όμως ο λαός του Βασπουρακάν στέκεται στα πόδια του με φαινομενική οργανωτικότητα μέσα στο αιματοβαμμένο χάος. Αλλά τα παιχνίδια της μοίρας έκρυβαν κι άλλα αιμοσταγή αγκάθια. Η ανεξαρτησία και η χαρά των Αρμενίων κρατά μόλις 70 μέρες. Η υποχώρηση του ρωσικού στρατού αναγκάζει τον αρμενικό πληθυσμό του Βασπουρακάν να τον ακολουθήσει και η εστία πέντε χιλιάδων ετών ενός λαού αδειάζει. Οι Τούρκοι εισβάλλουν στην ανυπεράσπιστη πόλη…
Σύντομα ο ρωσικός στρατός επιστρέφει, αλλά το Βαν ήταν πια πόλη φαντασμά-των. Ο 18χρονος τότε Γεγισέ Τσαρέντς, που μπήκε στο Βαν με τους αρμένιους εθελοντές, περιγράφει στο «Δάντειο μύθο» του την πόλη με μακάβριες, φρικαλέες σκηνές.
«Στη νεκρή πόλη δεν υπήρχε πνοή.
Και τα ερημωμένα κτίσματα, ερείπια,
Ορφανά, που αντίκρισαν το θάνατο, σαν τυφλά
Με μάτια σκαμμένα θωρούσαν ψηλά.
... Και ο χορός των νεκρών πετούσε
Αλαφροΐσκιωτος, τρελός, θλιμμένος, ματοβαμμένος...»
Σύντομα επιστρέφουν στην πατρίδα πολλοί πρόσφυγες. Το Βαν και τα χωριά αρχίζουν να ζωντανεύουν με αργούς ρυθμούς. Οι Τούρκοι, κατατροπωμένοι σε αλλεπάλληλα μέτωπα, υποχωρούν συνεχώς. Αλλά η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 ανατρέπει μοιραία τα πάντα. Οι ρωσικές στρατιές εγκαταλείπουν το μέτωπο για δεύτερη φορά…
Ο εξαντλημένος λαός του Βασπουραγκάν, απομονωμένος κι αποκομμένος, έπειτα από σθεναρή αντίσταση στις νέες κεμαλικές ορδές, στις 28 Μαρτίου του 1918 εγκαταλείπει για πάντα τις πατρογονικές εστίες του.
30.000 Αρμένιοι δίνοντας ατελείωτες μάχες απομακρύνονται μέσα από τις χιονισμένες ακόμη οροσειρές, σπάζοντας τον πολιορκητικό κλοιό του εχθρού. Κατά την πορεία του ηρωικού αυτού λαού μέσα από την ίδια την κόλαση, φθάνει τυχαία το Νοέμβριο του 1918 η πληροφορία ότι η ανατολική Αρμενία από τις 28 Μαΐου είχε κηρυχθεί ανεξάρτητη, αλλά ο πόνος ήταν απερίγραπτα πικρός. Η ηλιογέννητη πατρίδα των δυτικοαρμενίων, ο παραδεισένιος κόσμος του Βαν δεν υπήρχε πια…
…μόνο το αίνιγμα ενός παλιού ψιθύρου σταλαγμένου από μύρια φαντάσματα…


