Ξερίζωσαν 3.000 χρόνια ιστορίας
Του Richard G. Honannisian
Καθηγητή Ιστορίας Παν/μίου UCLA(Καλιφορνια, ΗΠΑ)
«ΙΣΤΟΡΙΚΑ» Ελευθεροτυπία 27 Απριλίου 2000
Η Γενοκτονία των Αρμενίων του 1915 ήταν η υπέρμετρα βίαιη ιστορική στιγμή, που ξερίζωσε ένα λαό από την εθνική του εστία, διακόπτοντας μια αξιοσημείωτη υλική και πνευματική πολιτιστική παρουσία τουλάχιστον τριών χιλιετιών.
Μία από τις πλέον απροσδόκητες και για τον αρμενικό λαό πιο τραγική μεταμόρφωση στη σύγχρονη ιστορία ήταν η διαδικασία με την οποία, από το 1908 ως το 1914, οι φαινομενικά φιλελεύθεροι και οπαδοί της ισότητας Νεότουρκοι μετατράπηκαν σε ακραίους σοβινιστές, διατεθειμένους να δημιουργήσουν μια νέα τάξη και να εξαλείψουν το Αρμενικό ζήτημα, εξοντώνοντας τον αρμενικό λαό. Η εκμετάλλευση από την Ευρώπη των αδυναμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέβαλε σ’ αυτή τη διαδικασία. Τις ιδέες του τουρκισμού και του στενού εθνικισμού του γνωστού τούρκου θεωρητικού Ζίγια Γκοκάλπ ενστερνίθηκαν αρκετοί από τους επιφανείς Νεότουρκους. Οραματίζονται ένα νέο, ομοιογενές τουρκικό κράτος στη θέση της εξασθενημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1913, η υπερεθνικιστική φατρία του κόμματος Ένωση και Πρόοδος (Ιτιχάντ) αποκτά τον έλεγχο της κυβέρνησης. Έκτοτε, στην πολιτικη σκηνή κυριαρχεί η τριανδρία αποτελούμενη από τον υπουργό Πολέμου Εμβέρ, τον υπουργό Εσωτερικών και στη συνέχεια μεγάλο βεζίρη Ταλαάτ και το στρατιωτικό διοικητή της Κωνσταντινούπολης και αργότερα υπουργό Ναυτικών Τζεμάλ.
Στα ταραγμένα χρόνια πριν από την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και παρ’ όλες τις αύξουσες ενδείξεις τουρκικού εξτρεμισμού, οι Αρμένιοι συνεχίζουν να παραμένουν νομιμόφρονες, ενώ οι διακρίσεις και οι συνεχιζόμενες διώξεις, ιδιαίτερα του αγροτικού αρμενικού πληθυσμού, συνηγορούσαν για το αντίθετο.
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, το διεθνές ενδιαφέρον για το Αρμενικό Ζήτημα ανανεώνεται. Ευρωπαϊκές δυνάμεις θέτουν εκ νέου το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία, από τη μια πλευρά, και η Γερμανί, η Αυστρο-Ουγγαρία και η Ιταλία, από την άλλη, έφθασαν τελικά σε μια συμβιβαστική διευθέτηση, σύμφωνα με την οποία η Τραπεζούντα και οι έξι αρμενικές επαρχίες της Τουρκίας (Ερζερούμ, Σεβάστειας, Χαρπούτ, Ντιγιαρμπακίρ, Μπιτλίς και Βαν) θα συνενώνονταν σε δύο διοικητικές περιοχές με ευρεία τοπική αυτονομία, με την εγγύηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και την επίβλεψη γενικών επιθεωρητών που θα επιλέγονταν. Το συμβιβαστικό σχέδιο του Φεβρουαρίου του 1914 αποτέλεσε την πιο πλατιά και πιο πλήρη υποσχέσεων πρόταση περί μεταρρυθμίσεων που είχε υποβληθεί στις δεκαετίες που είχαν περάσει από τη διεθνοποίηση του Αρμενικού Ζητήματος (1878 – Συνθήκη του Βερολίνου).
Η έκρηξη του Παγκοσμίου Πολέμου το καλοκαίρι του 1914 παρεμπόδισε την εφαρμογή του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων και ανησύχησε βαθιά τους Αρμενίους ηγέτες. Αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία έμπαινε στον πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων, το αρμενικό οροπέδιο θα γινόταν αναπόφευκτα το θέατρο ακόμη ενός Ρώσο-τουρκικού πολέμου. Καθώς η Αρμενία ήταν διαμοιρασμένη ανάμεσα στα δύο κράτη, οι Αρμένιοι θα υπέφεραν τα πάνδεινα, άσχετα με το ποιος θα κέρδιζε τον πόλεμο. Γι’ αυτό το λόγο, οι Αρμένιοι ηγέτες παρότρυναν τους Νεότουρκους συναδέλφους τους να τηρήσουν ουδέτερη στάση και να σώσουν την αυτοκρατορία από την καταστροφή. Όταν πιέστηκαν για να οργανώσουν μια αρμενική εξέγερση κατά των Ρώσων στον Καύκασο, οι ηγέτες του Τασνακτσουτιούν (Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία) αρνήθηκαν, παροτρύνοντας και πάλι τους Νεότουρκους να τηρήσουν ουδετερότητα και κάνοντας ταυτόχρονα γνωστό ότι οι Αρμένιοι θα υπηρετούσαν πιστά την κυβέρνηση της χώρας στην οποία ζούσαν.
Παρά τις συμβουλές και τις εκκλήσεις των Αρμενίων, η γερμανόφιλη φατρία των Νεοτούρκων, υπό την ηγεσία του Εμβέρ και του Ταλαάτ, υπέγραψε μια μυστική συμμαχία με τη Γερμανία τον Αύγουστο του 1914 και απέβλεπε στη δημιουργία ενός νέου τουρκικού κράτους, που θα περιλάμβανε τη ρωσική Υπερκαυκασία και κεντρική Ασία. Η είσοδος της Τουρκίας στον πόλεμο, με την επίθεση κατά των ρωσικών ναυτικών εγκαταστάσεων τον Οκτώβριο του 1914, εκμηδένισε κάθε πιθανότητα επίλυσης του Αρμενικού Ζητήματος μέσω διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Οι Νεότουρκοι ηγέτες απέκλιναν προς τη νεοπαγή ιδεολογία του τουρκισμού, που επρόκειτο να υποκαταστήσει την αρχή του εξισωτικού οθωμανισμού και να δικαιώσει τη χρήση βίας για τη μετατροπή της ετερογενούς αυτοκρατορίας σε ένα ομοιογενές κράτος βασισμένο στην αρχή του ενός έθνους και ένος λαού. Οι όποιες επιφυλάξεις υπήρχαν ακόμη και μετά την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο εγκαταλείφθηκαν σαν αποτέλεσμα της τραγικής εκστρατείας στον Καύκασο, στην οποία ο Εμβέρ πασάς θυσίασε έναν ολόκληρο στρατό στην παράλογη από στρατιωτική άποψη έμμονη ιδέα του να προελάσει ως το Μπακού και την Κασπία θάλασσα, μέσα στο καταχείμωνο, και της απόβασης των Συμμάχων στην Καλλίπολη τον Απρίλιο του 1915, σε έναν αποτυχημένο ελιγμό με σκοπό την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και τη θέση της Τουρκίας εκτός μάχης. Η μεγάλη στρατιωτική ήττα της Τουρκίας, συνδυαζόμενη με την απειλή των Συμμάχων κατά της πρωτεύουσας, επέτρεψε στους εξτρεμιστές Νεότουρκους να μεταβάλουν τους Αρμενίους σε αποδιοπομπαίους τράγους, κατηγορώντας τους για προδοσία και πείθοντας τους απρόθυμους συντρόφους τους ότι είχε έρθει η ώρα να λύσουν το Αρμενικό Ζήτημα μια για πάντα. Στο έργο του «Απολογισμός της Γενοκτονίας», ο Χέλεν Φέιν συμπεραίνει: «Τα θύματα των προμελετημένων γενοκτονιών του 20ού αιώνα – οι Εβραίοι, οι Αθίγγανοι, οι Αρμένιοι – δολοφονήθηκαν για να εκπληρωθούν τα σχέδια του κράτους για μια νέα τάξη. Ο πόλεμος χρησιμοποιήθηκε και στις δύο περιπτώσεις... για να μετατραπεί το έθνος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στα δεδομένα της διοικοόυσας ελίτ με την εκμηδένιση ομάδων που θεωρούνταν σαν αλλότριες και σας εχθροί εξ ορισμού».
Τη νύχτα της 23ης προς την 24η Απριλίου 1915, ένας μεγάλος αριθμός Αρμενίων πολιτικών, θρησκευτικών και πνευματικών ηγετών της Κωνσταντινούπολης – πολλοί από τους οποίους ήταν φίλοι και γνωστοί των Νεότουρκων ηγετών – συνελήφθησαν, εκτοπίστηκαν στην Ανατολία και φονεύθηκαν. Το Μάιο, ο υπουργός Εσωτερικών Ταλαάτ πασάς, ισχυριζόμενος ότι το κράτος δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στους Αρμενίους, ότι οι τελευταίοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους εχθρούς και ότι ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν σε όλη την επικράτεια, διέταξε την εκτόπισή τους από τις πολεμικές ζώνες σε κέντρα επανεγκατάστασης – στην πραγματικότητα στις ερήμους της Συρίας και της Μεσοποταμίας. Και πράγματι, οι Αρμένιοι εκτοπίστηκαν όχι μόνο από τις πολεμικές ζώνες, αλλά και απ’ όλη την αυτοκρατορία, εκτός παό την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη όπου υπήρχαν ξένοι διπλωμάτες και έμποροι. Ολόκληρη η Μικρά Ασία τέθηκε εν κινήσει. Οι Αρμένιοι που υπηρετούσαν στον οθωμανκό στρατό είχαν ήδη συγκεντρωθεί σε άοπλα τάγματα εργασίας και τώρα οδηγούνταν στη σφαγή κατά μικρές ομάδες. Από τον υπόλοιπο πληθυσμό, οι ενήλικοι και έφηβοι άρρενες χωρίζονταν, κατά κανόνα, στα γρήγορα από τις συνοδείες εκτόπισης και φονεύονταν αμέσως. Την επιχείρηση προετοίμαζαν οι χωροφύλακες και οι ληστρικές και νομαδικές ομάδες υπό την καθοδήγηση των Νεότουρκων αξιωματούχων. Το πιο φριχτό μαρτύριο επιφυλασσόταν στις γυναίκες και τα παιδιά, που οδηγούνταν επί βδομάδες μέσα από βουνά και ερήμους και συχνά υφίσταντο ακατανόμαστους εξευτελισμούς. Πολλές απ’ αυτές έθεσαν τέρμα στη ζωή τους και στη ζωή των παιδιών τους πέφτοντας σε γκρεμούς ή σε ποτάμια, προκειμένου να απαλλαγούν από τους εξευτελισμούς και τα μαρτύρια. Με αυτόν τον τρόπο ένα ολόκληρο έθνος διαλύθηκε και ο αρμενικός λαός χάθηκε από την πατρίδα στην οποία ζούσε για τρεις χιλιάδες χρόνια. Χιλιάδες από τους επιζήσαντες και τους πρόσφυγες που είχαν σκορπιστεί στις αραβικές περιοχές και την Υπερκαυκασία έμελλε να πεθάνουν από την πείνα, τις επιδημίες και τις κακουχίες και υπήρχε πρόθεση να εξαλειφθεί ακόμη και η μνήμη του αρμενικού έθνους: οι εκκλησίες και τα μνημεία βεβηλώθηκαν και τα μικρά παιδιά αρπάχτηκαν από τους γονείς τους, τους δόθηκαν νέα ονόματα και στάλθηκαν σε ορφανοτροφεία για να ανατραφούν σαν Τούρκοι. Οι δικαιολογίες που πρόβαλα οι Τούρκοι στη διάρκεια του πολέμου απορρίφθηκαν ολοκληρωτικά από ανθρωπιστές και πολιτικούς όπως ο Χένρι Μοργκεντάου, ο Άρνολντ Τόινμπι, ο Τζέιμς Μπράις, ο Χένρι Άνταμς Γκίμπονς, ο Ρενέ Πινόν, Ο Ανατόλ Φρανς, ο Άλμπερτ Τόμας και ο Γιοχάνες Λέπσιους. Αίτιο της τραγωδίας δεν ήταν η προδοσία των Αρμενίων, δήλωσε ο Λέπσιους, αλλά ο μισαλλόδοξος εθνικισμός των Νεότουρκων εξτρεμιστών. Η εξόντωση των Αρμενίων θα απέτρεπε τη μελλοντική επέμβαση των Ευρωπαίων υπέρ μιας χριστιανικής εθνότητας και θα κατέρριπτε το κυριότερο φυλετικό εμπόδιο ανάμεσα στους Οθωμανούς Τούρκους και τους τουρκικούς λαούς του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας, τους οποίους σχεδίαζαν να εντάξουν στο κράτος τους οι πρόμαχοι του παντουρκισμού. Ο Γκίμπονς χαρακτήρισε τις σφαγές των Αρμενίων σαν τη «μελανότερη σελίδα της σύγχρονης ιστορίας», ενώ ο πρεσβευτής Μοργκεντάου έγραψε: «Είμαι σίγουρος ότι ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπινου είδους δεν έχει να επιδείξει ένα επεισόδιο φριχτό όσο αυτό. Οι μεγάλες σφαγές και οι διωγμοί του παρελθόντος φαίνονται σχεδόν ασήμαντα όταν συγκρίνονται με τα δεινά του αρμενικού λαού το 1915».
Αν και ο αποδεκατισμός του αρμενικού λαού και η εξόντωση εκατομμυρίων ατόμων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη από το ναζιστικό καθεστώς ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα είχαν ιδιαίτερα και μοναδικά το καθένα χαρακτηριστικά, οι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι που ασχολήθηκαν με το θέμα της Γενοκτονίας έχουν επισημάνει μερικές εκπληκτικές ομοιότητες. Στις ομοιότητες συμπεριλαμβάνονται η επιτέλεση της Γενοκτονίας υπό την κάλυψη μιας μείζονος διεθνούς σύγκρουσης –και η ελαχιστοποίηση μ’αυτόν τον τρόπο της δυνατότητας εξωτερικής επέμβασης-, η σύλληψη του σχετικού σχεδίου από μια μονολιθική και πάσχουσα από ξενοφοβία κλίκα, η υιοθέτηση μιας ιδεολογίας που έδινε περιεχόμενο και δικαίωνες το σοβινισμό, το ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και την έλλειψη ανεκτικότητας απέναντι σε στοιχεία που αντιστέκονταν στην αφομοίωση ή χαρακτηρίζονταν ανάξια ν’ αφομοιωθούν, η επιβολή αυστηρής κομματικής πειθαρχίας και μυστικότητας κατά την περίοδο της προετοιμασίας, ο σχηματισμός ειδικών, εκτός νόμου, ένοπλων μονάδων για να εξασφαλιστεί η αυστηρή εφαρμογή της επιχείρησης, η πρόκληση δημόσιας εχθρότητας προς την ομάδα-θύμα, η εκμετάλλευση των προόδων στην τεχνολογία και τις επικοινωνίες για να επιτευχθούν ο έλεγχος της διαδικασίας, ο συντονισμός και η αποτελεσματικότητα σε βαθμό που δεν είχε προηγούμενο, και η χρήση κυρώσεων όπως οι προαγωγές, η ελευθερία αρπαγής, λεηλασίας και αχαλίνωτης ανοαμόχλευσης των παθών ή, αντίθετα η καθαίρεση και τιμωρία απρόθυμων λειτουργών και ο εκφοβισμός προσώπων που θα μπορούσαν να σκεφτούν να προσφέρουν άσυλο σε μέλη της ομάδας-θύματος.
Οι νέες εκτοπίσεις και οι σφαγές προκάλεσαν εκδηλώσεις συμπάθειας και οργής σε πολλές χώρες. Στις 24 Μαΐου 1915, όταν οι πρώτες αναφορές είχαν φτάσει στη Δύση, οι Σύμμαχοι δήλωσαν: «Εν όψει αυτού του νέου εγκλήματος της Τουρκίας κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού, οι σύμμαχες κυβερνήσεις γνωστοποιούν δημόσια στην Υψηλή Πύλη ότι θα θεωρήσουν όλα τα μέλη της τουρκικής κυβέρνησης, καθώς και όλους τους αξιωματούχους που έχουν συμμετάσχει σ’ αυτές τις σφαγές, προσωπικά υπεύθυνους». Το Δεκέμβριο του 1916, ο «Μάντσεστερ Γκάρντιαν» έγραφε, εκφράζοντας τα αισθήματα των περισσοτέρων Βρετανών αναγνωστών: «Μια ακόμη λέξη –η Αρμενία- εξακολουθεί να προκαλεί τρομακτική φρίκη, θυμίζοντας μας πράξεις που δεν είχαν ξαναγίνει από την εποχή της Γέννησης του Χριστού. Μια χώρα ερημώθηκε με την ολοκληρωτική εξόντωση των κατοίκων της. Αυτή η χώρα δεν πρέπει ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να επιστραφεί στην Τουρκία». Ένα χρόνο αργότερα ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ δήλωσε ότι η Μεσοποταμία δεν επρόκειτο ποτέ να επιστραφεί στην τουρκική τυραννία, προσθέτοντας: «Το ίδιο ισχύει και για την Αρμενία, η χώρα που πνίγηκε στο αίμα των αθώων που σφάχτηκαν ακριβώς από εκείνους που έπρεπε να τους προστατέψουν». Στους πολεμικούς στόχους του, που ανακοίνωσε τον Ιανουάριο του 1918, ο Λόιντ Τζορτζ επανέλαβε ότι: «Κατά την κρίση μας, η Αραβία, η Αρμενία, η Μεσοποταμία, η Συρία και η Παλαιστίνη δικαιούνται να τύχουν αναγνώρισης της ιδιαίτερης εθνικής τους κατάστασης». Και τον Αύγουστο, λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, είπε σε μια αρμενική αντιπροσωπεία: « Η Μεγάλη Βρετανία δεν πρόκειται να λησμονήσει τις ευθύνες της απέναντι στη μαρτυρική φυλή σας».
Παρόμοιες δηλώσεις έγιναν από Γάλλους, όπως αυτή του πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών Αριστίντ Μπριάν, που το Νοέμβριο του 1916 δήλωσε: «Όταν έλθει η ώρα των νόμιμων επανορθώσεων, η Γαλλία δεν θα ξεχάσει τις φοβερές δοκιμασίες των Αρμενίων και από κοινού με τους Συμμάχους της θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει στην Αρμενία μια ζωή ειρήνης και προόδου». Ο διάδοχός τους, Ζορζ Κλεμανσό, έγραψε σε έναν Αρμένιο ηγέτη τον Ιούλιο του 1918: «Έχω την ευχαρίστηση να σας διαβεβαιώσω ότι η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, όπως και εκείνη της Μεγάλης Βρετανίας, δεν έπαψε να τοποθετεί τον αρμενικό λαό ανάμεσα στους λαούς τους οποίους οι Σύμμαχοι σκοπεύουν να αποκταστήσουν σύμφωνα με τους υπέρτατους νόμους του Ανθρωπισμού και της Δικαιοσύνης». Οι Ιταλοί επίσης εξέφρασαν την απόφασή τους για την εξασφάλιση ενός συλλογικού μέλλοντος στον αρμενικό λαό. Ο πρωθυπουργός Βιτόριο Ορλάντο δήλωσε: «Πείτε στον αρμενικό λαό ότι το ζήτημα του είναι και δικό μου ζήτημα.
Οι τουρκικές αγριότητες προκάλεσαν έκπληξη και οργή στο λαό των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί έσπευσαν να βοηθήσουν τους «λιμοκτονούντες Αρμενίους» με έναν χείμαρρο ιδιωτικής φιλανθρωπίας. Μέχρι τη διακοπή από μέρους της οθωμανικής κυβέρνησης των διπλωματικών της σχέσεων με τις ΗΠΑ τον Απρίλιο του 1917, οι Αμερικανοί κρατικοί παράγοντες προσπάθησαν να βοηθήσουν τους επιζώντες Αρμενίους όσο πιο καλά μπορούσαν. Όταν άρχισαν οι σφαγές, οι Αμερικανοί ηγέτες και των δύο κομμάτων και όλων των κλάδων της κυβέρνησης στρατεύθηκαν στην υπόθεση της φροντίδας τους επιζώντες και της επανεγκατάστασής τους στα πατρογονικά τους εδάφη. Ένα από τα δεκατέσσερα σημεία για την ειρήνη του προέδρου Ουίλσον έλεγε: «Θα πρέπει να εξασφαλιστεί η απαρεμπόδιστη κυριαρχία των τουρκικών τμημάτων της σημερινής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά για τις άλλες εθνότητες που βρίσκονται τώρα κάτω από τουρκική κυριαρχία θα πρέπει να εξασφαλιστεί απόλυτη ασφάλεια ζωής και αν τους δοθεί μια ευκαιρία για ανενόχλητη, αυτόνομη ανάπτυξη». Αυτή η δήλωση αντανακλούσε την υπόδειξη της επιτροπής έρευνας των ΗΠΑ, ένα ειδικό σώμα που είχε επιφορτιστεί με την επεξεργασία του προγράμματος των ΗΠΑ για την ειρήνη: «Είναι αναγκαίο να ελευθερωθούν οι υποτελείς στην τουρκική αυτοκρατορία λαοί από την καταπίεση και την κακοδιοίκηση. Αυτό προϋποθέτει τουλάχιστον την απόδοση αυτονομίας στην Αρμενία και την προστασία της Παλαιστίνης, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αραβίας από τα πολιτισμένα έθνη».
Όταν το ζήτημά τους είχε διεθνοποιηθεί για πρώτη φορά το 1878 μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου, οι Αρμένιοι είχαν ελπίσει, αλλά μάταια. Αν στα 1878 στερούνταν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους και την ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας τους, μετά τη Γενοκτονία που διέπραξε η Τουρκία σε βάρος του αρμενικού λαού δεν υπήρχαν πλέον στα πατρογονικά τους εδάφη.
Τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει τους είχαν επιφυλάξει αλλεπάλληλα αιματοκυλίσματα και εξόδους με αποκορύφωμα τη Γενοκτονία, που αποτελούσε την πιο ανεξίτηλη τραγωδία στην ταραχώδη ιστορία τους. Η Γενοκτονία είχε αποτελέσει τη λύση του Αρμενικού Ζητήματος. Είχε απαλλάξει τη χώρα από την πιο πολυάριθμη χριστιανική μειονότητα και είχε θέσει τη βάση για τη δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας, που συνέχισε την πολιτική της επίτευξης αύξουσας ομοιογένειας, παρά την αντίσταση μερικών μη τουρκικών, μουσουλμανικών λαών.
Οι επιζώντες Αρμένιοι καταδικάστηκαν σε μια ζωή εξορίας και διασποράς, υφιστάμενοι την αναπόφευκτη πολιτιστική και εθνική αφομοίωση σε πέντε ηπείρους και αντιμετωπίζοντας έναν αδιάφορο ή ακόμη και εχθρικό κόσμο, που προτιμούσε να μη θυμάται. Επί πολλά έτη φαινόταν ότι η Γενοκτονία είχε λησμονηθεί από όλους, εκτός από τους ίδιους τους Αρμενίους, καθώς οι προσπάθειες των τελευταίων να επιστήσουν την προσοχή στα ατιμώρητα εγκλήματα που είχαν υποστεί δεν συγκινούσαν του υψηλά ιστάμενους πολιτικούς κύκλους. Με τον καιρό μάλιστα μερικοί ξένοι ιστορικοί και πολιτικοί άρχισαν να εκλογικεύουν το αρμενικό ολοκαύτωμα, θεωρώντας το σαν ένα λυπηρό, αλλά ίσως αναπόφευκτο βήμα προς το σχηματισμό της σύγχρονης Τουρκίας. Αυτή η αφελής στάση ήταν ήδη εμφανής στη δεκαετία του 1950, όταν ένας καθηγητής του πανεπιστημίου του Πρίνστον έγραφε: «Αν η τουρκοποίηση και η ισλαμοποίηση δεν είχαν επιταχυνθεί - στην Ανατολία - με τη χρήση βίας, είναι σίγουρο ότι σήμερα δεν θα υπήρχε η Τουρκική Δημοκρατία, μια Δημοκρατία που οφείλει οπωσδήποτε την ισχύ και τη σταθερότητά της στην ομοιογένεια του πληθυσμού της, ένα κράτος που είναι τώρα πολύτιμος σύμμαχος των ΗΠΑ».
Αρκετοί σύγχρονοι συγγραφείς και η ίδια η τουρκική κυβέρνηση έχουν μεταβάλει αυτές τις εκλογικεύσεις σε άρνηση, διαβεβαιώνοντας ότι δεν υπήρξαν ούτε Γενοκτονία ούτε μαζικές εκτοπίσεις και σφαγές. Ωστόσο, η οργή που προκάλεσε η ατιμώρητη επιτέλεση της Γενοκτονίας δεν υποχώρησε και, παρά τη συγκροτημένη προσπάθεια να θεωρηθεί το Αρμενικό Ζήτημα ανύπαρκτο, οι νέες γενιές των Αρμενίων ζητούν από τον κόσμο να τεθεί αντιμέτωπος με αυτό το πρόβλημα. Οι Αρμένιοι ισχυρίζονται ότι αν δεν ληφθούν μέτρα για να κλείσουν και στην συνέχεια να θεραπευτούν οι ανοιχτές πληγές της Γενοκτονίας του αρμενικού λαού, οι συζητήσεις που γίνονται στην εποχή μας και οι αποφάσεις που λαμβάνονται για την πρόληψη του εγκλήματος της γενοκτονίας μπορεί να αποδειχτούν απλώς κενά λόγια.
«Η πάλη της ανθρωπότητας κατά οιασδήποτε επιβουλής είναι η πάλη της μνήμης και της λήθης», έγραφε ο γνωστός Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα. Στη σύγχρονη εποχή αρκετοί δυστυχώς παραβλέπουν ιστορικά εγκλήματα στο βωμό διαφόρων σκοπιμοτήτων. Ο Κούντερα έχει δίκιο: Η πολιτισμένη ανθρωπότητα έχει χρέος να αγωνιστεί ενάντια στα ιστορικά εγκλήματα με όλες της τις δυνάμεις. Η σημαντική ίσως παράμετρος αυτής της υποχρέωσης είναι «η πάλη της μνήμης κατά της λήθης».